διάτιλμα: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau

Menander, Monostichoi, 413
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=διά-τιλμα, ατος, τό, <i>n</i> [[τίλλω]]<br />a [[portion]] plucked off, Anth.
|mdlsjtxt=διά-τιλμα, ατος, τό, <i>n</i> [[τίλλω]]<br />a [[portion]] plucked off, Anth.
}}
{{pape
|ptext=τό, <i>das [[Zerrupfte]]</i>; φύλλων, zerrupfte [[Blätter]], Paul.Sil. 41 (VI.71).
}}
}}

Revision as of 16:47, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάτιλμα Medium diacritics: διάτιλμα Low diacritics: διάτιλμα Capitals: ΔΙΑΤΙΛΜΑ
Transliteration A: diátilma Transliteration B: diatilma Transliteration C: diatilma Beta Code: dia/tilma

English (LSJ)

ατος, τό, portion plucked off, φύλλων AP6.71 (Paul. Sil.).

Spanish (DGE)

-ματος, τό
porción arrancada plu. διατίλματα ... φύλλων de una corona AP 6.71 (Paul.Sil.).

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
poil arraché, rognure.
Étymologie: διατίλλω.

Russian (Dvoretsky)

διάτιλμα: ατος τό обрывок, клочок (διατίλματα φύλλων Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

διάτιλμα: τό, μέρος μαδημένον, μάδημα, Ἀνθ. Π. 6. 71.

Greek Monolingual

διάτιλμα, το (Α) διατίλλω
1. μέρος αποψιλωμένο, καταμαδημένο
2. αποψίλωση.

Greek Monotonic

διάτιλμα: -ατος, τό (τίλλω), μαδημένο τμήμα από κάτι, μάδημα, σε Ανθ.

Middle Liddell

διά-τιλμα, ατος, τό, n τίλλω
a portion plucked off, Anth.

German (Pape)

τό, das Zerrupfte; φύλλων, zerrupfte Blätter, Paul.Sil. 41 (VI.71).