τρυφητής: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[τρυφῶ]]<br /><b>1.</b> [[άτομο]] που ζει άνετη και πολυτελή ζωή<br /><b>2.</b> [[έκδοτος]] στις σαρκικές απολαύσεις, [[φιλήδονος]].
|mltxt=ὁ, Α [[τρυφῶ]]<br /><b>1.</b> [[άτομο]] που ζει άνετη και πολυτελή ζωή<br /><b>2.</b> [[έκδοτος]] στις σαρκικές απολαύσεις, [[φιλήδονος]].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>der [[Schwelger]], [[Weichling]], [[Wollüstling]]</i>, Sp., wie Ath. I.7a.
}}
}}

Revision as of 16:47, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῠφητής Medium diacritics: τρυφητής Low diacritics: τρυφητής Capitals: ΤΡΥΦΗΤΗΣ
Transliteration A: tryphētḗs Transliteration B: tryphētēs Transliteration C: tryfitis Beta Code: trufhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, voluptuary, D.S.8.18, Ptol.Tetr.162, Ath.1.7a, Heph.Astr.1.1: also τρῠφ-ητίας, ου, ὁ, Hdn.Epim.137.

Russian (Dvoretsky)

τρῠφητής: οῦ ὁ изнеженный человек, сибарит Diod.

Greek (Liddell-Scott)

τρῠφητής: -οῦ, ὁ, διερχόμενος τὸν ἑαυτοῦ βίον ἐν τρυφαῖς, ἔκδοτος εἰς τρυφήν, φιλήδονος, ἀκόλαστος, Διοδ. Ἐκλογ. 549. 82, Ἀθήν. 7Α· ὡσαύτως τρυφητίας, ου, ὁ, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 137, Κ. Μανασσ. Χρον. 6692.

Greek Monolingual

ὁ, Α τρυφῶ
1. άτομο που ζει άνετη και πολυτελή ζωή
2. έκδοτος στις σαρκικές απολαύσεις, φιλήδονος.

German (Pape)

ὁ, der Schwelger, Weichling, Wollüstling, Sp., wie Ath. I.7a.