τροχαντήρ: Difference between revisions
Βροτοῖς ἅπασι κατθανεῖν ὀφείλεται → Reddenda cunctis vita tamquam debitum → Den Tod erleiden schulden alle Sterblichen
m (pape replacement) |
|||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ῆρος, ὁ, Α<br /><b>βλ.</b> [[τροχαντήρας]]. | |mltxt=-ῆρος, ὁ, Α<br /><b>βλ.</b> [[τροχαντήρας]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ῆρος, ὁ,<br><b class="num">1</b> <i>der [[Läufer]], [[Umläufer]]</i>.<br><b class="num">2</b> am Kopfe <i>der [[Hüftknochen]]</i>, eine [[runde]] Vorragung zur [[Bewegung]] und [[Vergliederung]] in der [[Pfanne]].<br><b class="num">3</b> <i>ein [[Stück]] am [[Hinterteile]] des Schiffes</i>, Hesych.<br><b class="num">4</b> <i>ein [[Marterwerkzeug]]</i>, Jos. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:49, 24 November 2022
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, in Anatomy, A trochanter, i. e. either of two processes at the head of the thigh bone, Gal.UP15.8, cf. Id.2.309, 312, Epigr. ap. S.E.M.1.316sq. II part of the stern of a ship, Hsch. III an instrument of torture, LXX 4 Ma.8.13 (v.l. -τήρια).
Greek (Liddell-Scott)
τροχαντήρ: ῆρος, ὁ, ἐν τῇ Ἀνατομικῇ τροχαντῆρες ἐκαλοῦντο ἀποφύσεις ἢ ἐκφύσεις κατὰ τὸ ἀνώτατον ἄκρον τοῦ ὀστοῦ τοῦ μηροῦ, ὑποκάτω τοῦ αὐχένος, εἰς ἃς καταφύονται οἱ μύες· ὁ ἀνώτερος τροχαντὴρ ὁ ἐπὶ τοῦ ἐξωτερικοῦ μέρους ἐκαλεῖτο ὁ μέγας· ὁ δὲ κατώτερος ὁ ἐπὶ τοῦ ἐσωτερκοῦ ἐκαλεῖτο ὁ μικρός, Γαλην. τ. 2, σελ. 307, 773, ἔκδ. Kühn., «ἡ δὲ περὶ τῇ κεφαλῇ τοῦ μηροῦ τῶν ὀστῶν ἔκφυσις τροχαντὴρ ὀνομάζεται» Πολυδ. Β΄, 187. ΙΙ. μέρος τῆς πρύμνης τοῦ πλοίου, Ἡσύχ. ΙΙΙ. βασανιστικὸν ὄργανον, ὡς ὁ τροχός, Ἰωσήπ. Μακκ. 8· πρβλ. τροχὸς ΙΙ. 4.
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, Α
βλ. τροχαντήρας.
German (Pape)
ῆρος, ὁ,
1 der Läufer, Umläufer.
2 am Kopfe der Hüftknochen, eine runde Vorragung zur Bewegung und Vergliederung in der Pfanne.
3 ein Stück am Hinterteile des Schiffes, Hesych.
4 ein Marterwerkzeug, Jos.