μαργοσύνη: Difference between revisions
From LSJ
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[μαργοσύνη]], ἡ, = [[μαργότης]], Theogn.] | |mdlsjtxt=[[μαργοσύνη]], ἡ, = [[μαργότης]], Theogn.] | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ἡ, <i>rasende [[Leidenschaft]]</i>, bes. <i>[[Geilheit]], [[Schlemmerei]]</i>, γαστρὶ χαριζόμενος πᾶσαν χάριν –, τῇ θ' ὑπὸ τὴν μιαρὰν γαστέρα μαργοσύνῃ, Luc. <i>ep</i>. 30 (IX.367); Ap.Rh. 3.796 und [[öfter]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:49, 24 November 2022
English (LSJ)
ἡ, A gluttony, Anacr.87, Luc.Epigr.2.10. II lust, wantonness, Thgn. 1271 (pl.), A.R.3.797, al.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
dérèglement, débauche.
Étymologie: μάργος.
Russian (Dvoretsky)
μαργοσύνη: (ῠ) ἡ жадность, ненасытность Anacr., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
μαργοσύνη: τῷ ἑπομ., Ἀνακρ. 87, Θέογν. 1271.
Greek Monolingual
μαργοσύνη, ἡ (Α) μάργος
1. λαιμαργία (τῇ θ' ὑπὸ τὴν μακρὰν γαστέρα μαργοσύνῃ», Λουκιαν.)
2. ακολασία, ασέλγεια, αισχρή επιθυμία.
Greek Monotonic
μαργοσύνη: ἡ, το επόμ., σε Θέογν.
Middle Liddell
μαργοσύνη, ἡ, = μαργότης, Theogn.]
German (Pape)
ἡ, rasende Leidenschaft, bes. Geilheit, Schlemmerei, γαστρὶ χαριζόμενος πᾶσαν χάριν –, τῇ θ' ὑπὸ τὴν μιαρὰν γαστέρα μαργοσύνῃ, Luc. ep. 30 (IX.367); Ap.Rh. 3.796 und öfter.