κυνηγέτις: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (pape replacement) |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=κυνηγέτις -ιδος, ἡ [κυνηγέτης] jaagster. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 27: | Line 27: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=κῠνηγέτις, ιδος [fem. of [[κυνηγέτης]].] | |mdlsjtxt=κῠνηγέτις, ιδος [fem. of [[κυνηγέτης]].] | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ιδος, ἡ, fem. zu [[κυνηγέτης]]; [[Ἄρτεμις]], Poll. 5.13; [[αἰγανέα]], <i>der [[Jagdspieß]]</i>, Antip.Sid. 18 (VI.115), in dor. Form [[κυναγέτις]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:50, 24 November 2022
English (LSJ)
ιδος, ἡ, fem. of κυνηγέτης (q.v.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυνηγέτις -ιδος, ἡ [κυνηγέτης] jaagster.
Russian (Dvoretsky)
κῠνηγέτις: ιδος adj. f охотничья (αἰγανέη Anth.).
Greek Monolingual
κυνηγέτις, -ιδος και κυνηγέτρια, -ίας, ἡ (Α)
βλ. κυνηγέτης.
Greek Monotonic
κῠνηγέτις: -ιδος, ἡ, θηλ. του κυνηγέτης.
Greek (Liddell-Scott)
κῠνηγέτις: -ιδος, ἡ, θηλ. τοῦ κυνηγέτης, ὃ ἴδε.
Middle Liddell
κῠνηγέτις, ιδος [fem. of κυνηγέτης.]
German (Pape)
ιδος, ἡ, fem. zu κυνηγέτης; Ἄρτεμις, Poll. 5.13; αἰγανέα, der Jagdspieß, Antip.Sid. 18 (VI.115), in dor. Form κυναγέτις.