διαρράπτω: Difference between revisions
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=διαρράπτω [διά, ῥάπτω] hechten (een wond). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>durch-, [[zunähen]]</i>, [[τραῦμα]], Plut. <i>Cat. min</i>. 70, und [[öfter]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:51, 24 November 2022
English (LSJ)
sew through or together, Str.15.1.67, Plu.2.978a; insert a suture, Gal.18(2).746.
Spanish (DGE)
1 pasar hilos, coser c. ac. τρίχας καὶ σχοινία λεπτά Str.15.1.67, ὁλοσχοίνους Plu.2.978a, ταῦτα (τὰ νήματα τὰ σηρικά) ἐν ὑποδήμασι δ. coser estos (hilos de seda) en el calzado Chrys.M.58.501.
2 cirug. suturar τὸ τραῦμα Plu.Cat.Mi.70, τὸ δέρμα Gal.18(2).746, 996.
French (Bailly abrégé)
coudre ensemble.
Étymologie: διά, ῥάπτω.
Russian (Dvoretsky)
διαρράπτω: зашивать, сшивать Plut.
Greek (Liddell-Scott)
διαρράπτω: ῥάπτω ἐντελῶς ἢ ὁμοῦ, Πλούτ. 2. 978Α, κτλ.· ― ῥημ. ἐπίθ. διαρραπτέον Ὀρειβ. 157. 13.
Greek Monolingual
διαρράπτω (Α)
1. συναρμολογώ με ραφή, συρράπτω
2. παρεμβάλλω κάτι συρράπτοντάς το στο σύνολο.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαρράπτω [διά, ῥάπτω] hechten (een wond).