αὐγοειδής: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[αὐγοειδής]], -ές (Α) [[αυγή]]<br />[[λαμπερός]], [[φωτεινός]].
|mltxt=[[αὐγοειδής]], -ές (Α) [[αυγή]]<br />[[λαμπερός]], [[φωτεινός]].
}}
{{pape
|ptext=ές, <i>[[glänzend]]</i>, Plut. <i>Symp</i>. 1.8.4 und [[sonst]].
}}
}}

Revision as of 16:52, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐγοειδής Medium diacritics: αὐγοειδής Low diacritics: αυγοειδής Capitals: ΑΥΓΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: augoeidḗs Transliteration B: augoeidēs Transliteration C: avgoeidis Beta Code: au)goeidh/s

English (LSJ)

ές, of the nature of light, πνεῦμα, as the source of sight, Stoic.2.231; αἰσθητήριον, of the eye, Gal.UP8.6; brilliant, χρόα Plu. 2.922d: metaph., ψυχή ib.565d; σῶμα, πνεῦμα, Iamb.Myst.5.10, 3.11; ὄχημα luminous vehicle, Procl.in Ti.2.81 D.: Comp., Ph.1.6: Sup., ib.504, al., Eus.Mynd.63. Adv. -δῶς dub. in Ph.2.487.

Spanish (DGE)

-ές
1 luminoso πνεῦμα como fuente de la vista, Chrysipp.Stoic.2.231.20, αἰσθητήριον del ojo, Gal.3.641
brillante, resplandeciente χρώς Plu.2.922d
sup. φῶς Eus.Mynd.63, cf. Ph.2.187
fig. del alma, Plu.2.565c, τὸ ὄχημα τὸ αὐγοειδές Procl.in Ti.2.81.21, 3.355.16
compar. τὸ νοητὸν τοῦ ὁρατοῦ ... αὐγοειδέστερον Ph.1.6
del cuerpo divino, Iambl.Myst.5.10, cf. Aristid.Quint.87.12, 25.
2 adv. -ῶς luminosamente φαιδρυναμέναις αὐ. ψυχαῖς Ph.2.487.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
brillant.
Étymologie: αὐγή, εἶδος.

Russian (Dvoretsky)

αὐγοειδής: сияющий, блистающий Plut.

Greek (Liddell-Scott)

αὐγοειδής: -ές, λαμπρός, φωτεινός, Πλούτ. 2. 565C· Συγκριτ.: αὐγοειδέστερον τοῦ πυρὸς Φίλων. Βίος Μωϋσ. 1, § 12, σ. 91, Ὑπερθ. αὐγοειδεστάτου φέγγους ὁ αὐτ. τ. 1. σ. 653, 38. - Ἐπίρ. -δῶς Φίλων 2. 487.

Greek Monolingual

αὐγοειδής, -ές (Α) αυγή
λαμπερός, φωτεινός.

German (Pape)

ές, glänzend, Plut. Symp. 1.8.4 und sonst.