κακόθρους: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrum → Gewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick
m (pape replacement) |
|||
Line 21: | Line 21: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=κᾰκό-θρους, ουν<br />[[evil]]-[[speaking]], [[slanderous]], Soph. | |mdlsjtxt=κᾰκό-θρους, ουν<br />[[evil]]-[[speaking]], [[slanderous]], Soph. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=zusammengezogen aus [[κακόθροος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:54, 24 November 2022
English (LSJ)
-ουν, contr. for κακόθροος.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
att. c. κακόθροος.
Greek Monolingual
κακόθρους, -ουν και -οος, -οον (Α)
αυτός που ακούγεται ή που μιλά άσχημα, υβριστικός, ονειδιστικός («κακόθρους λόγος», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -θρους (< θροῦς), πρβλ. ηδύθρους, πολύθρους].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακόθρους -ουν, zonder contr. κακόθροος -οον [κακός, θρέομαι] kwaadsprekend.
Middle Liddell
κᾰκό-θρους, ουν
evil-speaking, slanderous, Soph.
German (Pape)
zusammengezogen aus κακόθροος.