κορυνιόεις: Difference between revisions
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κορυνιόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />αυτός που μοιάζει με [[κορύνη]], [[ροπαλοειδής]] («κορυνιόεντα πέτηλα», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για εσφ. παρλλ. τ. του <i>κορωνιόεις</i>]. | |mltxt=[[κορυνιόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />αυτός που μοιάζει με [[κορύνη]], [[ροπαλοειδής]] («κορυνιόεντα πέτηλα», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για εσφ. παρλλ. τ. του <i>κορωνιόεις</i>]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=εσσα, εν, <i>kolbig</i>; πέτηλα, sprossende Pflanzenleime, Hes. <i>Sc</i>. 289, wo [[Andere]] κορονιόωντα [[lesen]], wie von [[κορυνιάω]], = [[κορυνάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:56, 24 November 2022
English (LSJ)
εσσα, εν, knobby, πέτηλα v.l. for κορωνιόωντα, Hes.Sc. 289.
Russian (Dvoretsky)
κορῡνιόεις: όεσσα, όεν (pl. n κορυνιόεντα - v.l. κορωνιόωντα) растущий пучком, кистеобразный (πέτηλα Hes.).
Greek (Liddell-Scott)
κορῠνιόεις: -εσσα, εν, ὅμοιος κορύνῃ, ἴδε Λοβ. Rhemat. 180.
Greek Monolingual
κορυνιόεις, -εσσα, -εν (Α)
αυτός που μοιάζει με κορύνη, ροπαλοειδής («κορυνιόεντα πέτηλα», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εσφ. παρλλ. τ. του κορωνιόεις].
German (Pape)
εσσα, εν, kolbig; πέτηλα, sprossende Pflanzenleime, Hes. Sc. 289, wo Andere κορονιόωντα lesen, wie von κορυνιάω, = κορυνάω.