λογέμπορος: Difference between revisions
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λογέμπορος]] και, [[κατά]] τον Ευστάθιο, λογεμπόρος, ὁ (Α)<br />αυτός που κάνει [[εμπόριο]] στα [[λόγια]]. | |mltxt=[[λογέμπορος]] και, [[κατά]] τον Ευστάθιο, λογεμπόρος, ὁ (Α)<br />αυτός που κάνει [[εμπόριο]] στα [[λόγια]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, <i>der mit [[Reden]] handelt</i>, überhaupt <i>[[Einer]] der aus dem [[Schreiben]], der [[Gelehrsamkeit]] ein [[Gewerbe]] macht</i>, von den [[Sophisten]] [[gesagt]], Artemidor. 2.75, <i>Schol. Eur. Hipp</i>. 966. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:58, 24 November 2022
English (LSJ)
ὁ, phrase-monger, Artem.2.70: a pecul. accent λογεμπόρος is mentioned by Eust.463.40, 1447.47.
Greek (Liddell-Scott)
λογέμπορος: -ον, ὁ ἐμπορευόμενος ἐν λόγοις, Ἀρτεμίδ. 2. 75· - τονισμός τις παράδοξος λογεμπόρος μνημονεύεται ὑπὸ Εὐστ. 463. 40., 1447. 47
Greek Monolingual
λογέμπορος και, κατά τον Ευστάθιο, λογεμπόρος, ὁ (Α)
αυτός που κάνει εμπόριο στα λόγια.
German (Pape)
ὁ, der mit Reden handelt, überhaupt Einer der aus dem Schreiben, der Gelehrsamkeit ein Gewerbe macht, von den Sophisten gesagt, Artemidor. 2.75, Schol. Eur. Hipp. 966.