κορυφιστής: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κορυφιστής]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[διάδημα]], [[ταινία]] της κεφαλής<br /><b>2.</b> ο [[γύρος]] του σκούφου ή του ψάθινου καπέλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κορυφή]], μέσω ενός αμάρτυρου <i>κορυφίζω</i>]. | |mltxt=[[κορυφιστής]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[διάδημα]], [[ταινία]] της κεφαλής<br /><b>2.</b> ο [[γύρος]] του σκούφου ή του ψάθινου καπέλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κορυφή]], μέσω ενός αμάρτυρου <i>κορυφίζω</i>]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, = [[κορυφιστήρ]]; nach Hesych. <i>ein Hauptschmuck der [[Frauen]]</i>, τὸ περὶ τὴν κεφαλὴν [[χρυσίον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:01, 24 November 2022
English (LSJ)
οῦ, ὁ, fillet or diadem, esp. as a woman's headdress; also, = κεκρυφάλου τὸ μέσον ῥάμμα, Id.
Greek (Liddell-Scott)
κορυφιστής: -οῦ, ὁ, ταινία, διάδημα, ἰδίως ὡς κεφαλόδεσμος γυναικεῖος· ὡσαύτως, ὁ γῦρος τοῦ πίλου ἢ «σκούφου», πρβλ. κεκρύφαλος· ― Ἡσύχ. ἔχει κορυφαστήρ, ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας. 2) = κορυφαία Ι, ὁ αὐτ.
Greek Monolingual
κορυφιστής, ὁ (Α)
1. διάδημα, ταινία της κεφαλής
2. ο γύρος του σκούφου ή του ψάθινου καπέλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορυφή, μέσω ενός αμάρτυρου κορυφίζω].
German (Pape)
ὁ, = κορυφιστήρ; nach Hesych. ein Hauptschmuck der Frauen, τὸ περὶ τὴν κεφαλὴν χρυσίον.