ὀψιαίτερος: Difference between revisions

From LSJ

Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀψιαίτερος:''' [[ὀψιαίτατος]], Αττ. συγκρ. και υπερθ. του [[ὄψιος]].
|lsmtext='''ὀψιαίτερος:''' [[ὀψιαίτατος]], Αττ. συγκρ. και υπερθ. του [[ὄψιος]].
}}
{{pape
|ptext=komparat. zu [[ὄψιος]], [[ὀψέ]].
}}
}}

Revision as of 17:02, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀψιαίτερος Medium diacritics: ὀψιαίτερος Low diacritics: οψιαίτερος Capitals: ΟΨΙΑΙΤΕΡΟΣ
Transliteration A: opsiaíteros Transliteration B: opsiaiteros Transliteration C: opsiaiteros Beta Code: o)yiai/teros

English (LSJ)

ὀψιαίτατος, Att. Comp. and Sup. of ὄψιος.

Russian (Dvoretsky)

ὀψιαίτερος: compar. к ὄφιος.

Greek (Liddell-Scott)

ὀψιαίτερος: ὀψιαίτατος, Ἀττ. συγκρ. καὶ ὑπερθ. τοῦ ὄψιος.

Greek Monotonic

ὀψιαίτερος: ὀψιαίτατος, Αττ. συγκρ. και υπερθ. του ὄψιος.

German (Pape)

komparat. zu ὄψιος, ὀψέ.