κυλλοποδίων: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art

Menander, Monostichoi, 214
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κυλλοποδίων -ον, gen. -ονος [κυλλός, πούς] vocat. κυλλοπόδιον, mank, kreupel.
|elnltext=κυλλοποδίων -ον, gen. -ονος [κυλλός, πούς] vocat. κυλλοπόδιον, mank, kreupel.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κυλλοποδίων:''' ονος (ῑ) adj. m хромоногий ([[Ἣφαιστος]] Hom.).
|elrutext='''κυλλοποδίων:''' ονος (ῑ) adj. m хромоногий ([[Ἣφαιστος]] Hom.).
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>der [[Krummfüßige]], [[Hinkende]]</i>, [[Beiname]] des Hephaestus; <i>Il</i>. 18.371, 20.270; voc. κυλλοπόδῑον, 21.331.
}}
}}

Revision as of 17:05, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυλλοποδίων Medium diacritics: κυλλοποδίων Low diacritics: κυλλοποδίων Capitals: ΚΥΛΛΟΠΟΔΙΩΝ
Transliteration A: kyllopodíōn Transliteration B: kyllopodiōn Transliteration C: kyllopodion Beta Code: kullopodi/wn

English (LSJ)

[ῑ], ονος, ὁ, (πούς) club-footed, halting, epithet of Hephaistos, Il.18.371, 20.270: voc. κυλλοπόδῑον 21.331.

French (Bailly abrégé)

ονος;
adj. m.
boiteux.
Étymologie: κυλλός, πούς.

English (Autenrieth)

voc. -πόδῖον (κυλλός, πούς): crook-footed, epithet of Hephaestus. (Il.)

Greek Monolingual

κυλλοποδίων, -ονος, ὁ (Α)
(προσωνυμία του Ηφαίστου) αυτός που έχει καμπύλα, στραβά πόδια, στραθοπόδης, κουτσός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυλλός + θ. ποδ- του πούς (πρβλ. γεν. ποδ-ός) + κατάλ. -ίων για εκφραστικούς λόγους].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυλλοποδίων -ον, gen. -ονος [κυλλός, πούς] vocat. κυλλοπόδιον, mank, kreupel.

Russian (Dvoretsky)

κυλλοποδίων: ονος (ῑ) adj. m хромоногий (Ἣφαιστος Hom.).

German (Pape)

ὁ, der Krummfüßige, Hinkende, Beiname des Hephaestus; Il. 18.371, 20.270; voc. κυλλοπόδῑον, 21.331.