ἀκαμπτόπους: Difference between revisions

From LSJ

πρὸ συντριβῆς ἡγεῖται ὕβριςpride goeth before destruction, pride comes before a fall, pride goes before a fall, pride goeth before a fall, pride wenteth before a fall, pride cometh before a fall, pride comes before the fall

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (pape replacement)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκαμπτόπους]] (-ποδος), ο, η (Α)<br />[[εκείνος]] που έχει άκαμπτα ή δύσκαμπτα πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄκαμπτος]] <span style="color: red;">+</span> [[πούς]].
|mltxt=[[ἀκαμπτόπους]] (-ποδος), ο, η (Α)<br />[[εκείνος]] που έχει άκαμπτα ή δύσκαμπτα πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄκαμπτος]] <span style="color: red;">+</span> [[πούς]].
}}
{{pape
|ptext=ἀκαμπτόποδες ἐλέφαντες Nonn. <i>D</i>. 15.148, <i>mit unbiegsamem Fuße</i>.
}}
}}

Revision as of 17:05, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκαμπτόπους Medium diacritics: ἀκαμπτόπους Low diacritics: ακαμπτόπους Capitals: ΑΚΑΜΠΤΟΠΟΥΣ
Transliteration A: akamptópous Transliteration B: akamptopous Transliteration C: akamptopous Beta Code: a)kampto/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, with unbending foot, ἐλέφαντες Nonn.D. 15.148.

Spanish (DGE)

-ουν que no dobla el pie ἐλέφαντες Nonn.D.15.148.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκαμπτόπους: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἄκαμπτον τὸν πόδα, ἐλέφαντες, Νόνν. Δ. 15. 148.

Greek Monolingual

ἀκαμπτόπους (-ποδος), ο, η (Α)
εκείνος που έχει άκαμπτα ή δύσκαμπτα πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκαμπτος + πούς.

German (Pape)

ἀκαμπτόποδες ἐλέφαντες Nonn. D. 15.148, mit unbiegsamem Fuße.