ἀκινδυνώδης: Difference between revisions

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκινδυνώδης]], -ες (Α) [[ἀκίνδυνος]]<br />αυτός που δεν έχει επικίνδυνη όψη, που φαίνεται [[ακίνδυνος]].
|mltxt=[[ἀκινδυνώδης]], -ες (Α) [[ἀκίνδυνος]]<br />αυτός που δεν έχει επικίνδυνη όψη, που φαίνεται [[ακίνδυνος]].
}}
{{pape
|ptext=[ῡ], <i>[[gefahrlos]]</i>, Hippocr.
}}
}}

Revision as of 17:05, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκινδῡνώδης Medium diacritics: ἀκινδυνώδης Low diacritics: ακινδυνώδης Capitals: ΑΚΙΝΔΥΝΩΔΗΣ
Transliteration A: akindynṓdēs Transliteration B: akindynōdēs Transliteration C: akindynodis Beta Code: a)kindunw/dhs

English (LSJ)

ες, of no dangerous appearance, f.l. in Hp.Art.65 (Comp.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκινδῡνώδης: -ες, (εἶδος) = μὴ ἔχων ὄψιν ἐπικίνδυνον, Ἱππ. 829Η.

Greek Monolingual

ἀκινδυνώδης, -ες (Α) ἀκίνδυνος
αυτός που δεν έχει επικίνδυνη όψη, που φαίνεται ακίνδυνος.

German (Pape)

[ῡ], gefahrlos, Hippocr.