μαλθακόφωνος: Difference between revisions
From LSJ
οὐ γὰρ γίνονται ἐκπλήξιες τῆς γνώμης οὔτε μετάστασις ἰσχυρὴ τοῦ σώματος → therefore, they experience no mental anxiety and no physical shocks
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=μαλθᾰκό-φωνος, ον [[φωνή]]<br />[[soft]]-voiced, Pind. | |mdlsjtxt=μαλθᾰκό-φωνος, ον [[φωνή]]<br />[[soft]]-voiced, Pind. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext== [[μαλακόφωνος]], ἀοιδαί, Pind. <i>I</i>. 2.8. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:08, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, soft-voiced, ἀοιδά Pi.I.2.8.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la voix douce, harmonieuse.
Étymologie: μαλθακός, φωνή.
Russian (Dvoretsky)
μαλθᾱκόφωνος: сладкозвучный (ἀοιδή Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
μαλθᾰκόφωνος: -ον, ὁ μετὰ μαλακῆς φωνῆς, ἀοιδὴ Πινδ. Ι. 2. 14.
English (Slater)
μαλθᾰκόφωνος, -ον soft voiced μαλθακόφωνοι ἀοιδαί (I. 2.8)
Greek Monolingual
μαλθακόφωνος, -ον (Α)
αυτός που έχει γλυκιά φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλθακός + φωνή.
Greek Monotonic
μαλθᾰκόφωνος: -ον (φωνή), αυτός που έχει απαλή φωνή, σε Πίνδ.
Middle Liddell
μαλθᾰκό-φωνος, ον φωνή
soft-voiced, Pind.
German (Pape)
= μαλακόφωνος, ἀοιδαί, Pind. I. 2.8.