κομψευριπικῶς: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
m (pape replacement)
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κομψευριπικῶς [κομψός, Εὐριπίδης] adv., met Euripideïsche spitsvondigheid.
|elnltext=κομψευριπικῶς [κομψός, Εὐριπίδης] adv., met Euripideïsche spitsvondigheid.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />with [[Euripides]]-prettinesses (shortened from κομψευριπιδικῶσ), Ar.
|mdlsjtxt=<br />with [[Euripides]]-prettinesses (shortened from κομψευριπιδικῶσ), Ar.
}}
{{pape
|ptext=s. [[κομψευριπιδικῶς]].
}}
}}

Revision as of 17:11, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κομψευρῑπικῶς Medium diacritics: κομψευριπικῶς Low diacritics: κομψευριπικώς Capitals: ΚΟΜΨΕΥΡΙΠΙΚΩΣ
Transliteration A: kompseuripikō̂s Transliteration B: kompseuripikōs Transliteration C: kompsevripikos Beta Code: komyeuripikw=s

English (LSJ)

Adv. with Euripides-quibbles (shortd. from κομψευριπιδικῶς), Ar.Eq.18.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec une élégance digne d'Euripide.
Étymologie: κομψός, Εὐριπίδης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κομψευριπικῶς [κομψός, Εὐριπίδης] adv., met Euripideïsche spitsvondigheid.

Russian (Dvoretsky)

κομψευρῑπικῶς: [из *κομψευριπιδικῶς от κομψός + Εὐριπίδης ирон. с эврипидовским изяществом (εἰπεῖν Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

κομψευρῑπικῶς: Ἐπίρρ., μὲ κομψεύματα Εὐριπίδου (συγκεκομμένον ἐκ τοῦ κομψευριπιδικῶς, ὅπερ ἦν ἡ ἀρχαία γραφή, Ἀριστοφ. Ἱππ. 18.

Greek Monolingual

κομψευριπικῶς και κομψευριπιδικῶς (Α)
επίρρ. με κομψεύματα του Ευριπίδη, με κομψολογήματα («εἴποιμ' ἂν αὐτὸ δῆτα κομψευριπικῶς», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κομψευριπιδικῶς, με απλολογία (< κομψός + Ευριπίδης)].

Greek Monotonic

κομψευρῑπικῶς: επίρρ., με τα κομψεύματα του Ευριπίδη (συντετμ. από το κομψευριπιδικῶς, σε Αριστοφ.

Middle Liddell


with Euripides-prettinesses (shortened from κομψευριπιδικῶσ), Ar.

German (Pape)

s. κομψευριπιδικῶς.