λογιστήριον: Difference between revisions
m (Text replacement - "VLL</i>" to "Vetera Lexica</i>") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=logistirion | |Transliteration C=logistirion | ||
|Beta Code=logisth/rion | |Beta Code=logisth/rion | ||
|Definition=τό, < | |Definition=τό,<br><span class="bld">A</span> the [[place]] at Athens where the [[λογιστής|λογισταί]] met, Decr. ap. And.1.78 (pl.), Lys.20.10; later of any [[office]], λογιστήριον τῶν νομαρχικῶν ''Klio''12.365 (Alexandria, ii B. C.), cf. ''PPetr.''2p.26 (iii B. C.), ''PTeb.''24.38 (ii B. C.); [[στρατιωτικὸν λογιστήριον]] = [[war-office]], Str.16.2.10.<br><span class="bld">2</span> [[λογιστήρια]], τά, = [[λογιστής|λογισταί]], Arist.''Fr.''446; ἀνενεγκάτω ὁ ταμίας… τῷ πρώτῳ λογιστηρίῳ at the first [[meeting]] of the [[λογιστής|λογισταί]], ''SIG''1219.36 (Gambreum, iii B. C.).<br><span class="bld">II</span> [[reckoning-board]], [[abacus]], D.S.30.15; called [[τράπεζα λογιστηρία]] by Poll.10.158. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 08:35, 25 November 2022
English (LSJ)
τό,
A the place at Athens where the λογισταί met, Decr. ap. And.1.78 (pl.), Lys.20.10; later of any office, λογιστήριον τῶν νομαρχικῶν Klio12.365 (Alexandria, ii B. C.), cf. PPetr.2p.26 (iii B. C.), PTeb.24.38 (ii B. C.); στρατιωτικὸν λογιστήριον = war-office, Str.16.2.10.
2 λογιστήρια, τά, = λογισταί, Arist.Fr.446; ἀνενεγκάτω ὁ ταμίας… τῷ πρώτῳ λογιστηρίῳ at the first meeting of the λογισταί, SIG1219.36 (Gambreum, iii B. C.).
II reckoning-board, abacus, D.S.30.15; called τράπεζα λογιστηρία by Poll.10.158.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
lieu où siégeaient les vérificateurs des comptes, à Athènes.
Étymologie: λογίζομαι.
Russian (Dvoretsky)
λογιστήριον: τό
1) логистерий (финансово-контрольный орган в Афинах, в котором λογισταί проверяли отчеты должностных лиц) Lys., Arst.;
2) счетная доска Diod.
Greek (Liddell-Scott)
λογιστήριον: τό, ὁ τόπος ἐν Ἀθήναις ἔνθα συνεκάθιζον οἱ λογισταί, τὰ ἀρχεῖα τῶν λογιστῶν, Ψήφ. παρ’ Ἀνδοκ. 10. 38, Λυσ. 158. 40· στρατιωτικὸν λ., τὸ ὑπουργεῖον τῶν στρατιωτικῶν, Στράβ. 752. 2) λογιστήρια. = λογισταί, Ἀριστ. Ἀποσπ. 406. ΙΙ. τόπος πρὸς φιλοσοφικὰς συζητήσεις, Συνεσ. Ἐπιστ. 54. ΙΙΙ. ἀβάκιον ἐφ’ οὗ ἐτέλουν ἀριθμητικὰς πράξεις, Διοδ. Ἐκλογ. Βατικαν. σ. 75· καλούμενον τράπεζα λογιστηρία παρὰ Πολυδ. Ι΄, 158.
Greek Monotonic
λογιστήριον: τό, τόπος στην Αθήνα στον οποίο συναντιόνταν οι λογισταί, σε Ρήτ.
Middle Liddell
λογιστήριον, ου, τό,
the place at Athens where the λογισταί met, Oratt. [from λογιστής
German (Pape)
τό, nach Vetera Lexica τὰ τῶν λογιστῶν ἀρχεῖα, in Athen der Ort, wo sich die λογισταί versammeln, Andoc. 1.78 Lys. 20.10; nach Poll. 9.44 auch der Ort im Theater, wo die λογισταί sitzen. – Auch die Rechenschule, und die Schule, wo philosophische Disputationen gehalten werden, Sp.
Bei Strab. XVI.752 στρατιωτικὸν λογ., Kriegskanzlei.