νεότομος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''νεότομος:'''<br /><b class="num">1)</b> недавно прорезанный, (о ране) только что нанесенный, свежий ([[ἄλοξ]] Aesch.; πλήγματα Soph.);<br /><b class="num">2)</b> [[недавно срезанный]] ([[ἕλιξ]] Eur.).
|elrutext='''νεότομος:'''<br /><b class="num">1</b> недавно прорезанный, (о ране) только что нанесенный, свежий ([[ἄλοξ]] Aesch.; πλήγματα Soph.);<br /><b class="num">2</b> [[недавно срезанный]] ([[ἕλιξ]] Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 15:05, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεότομος Medium diacritics: νεότομος Low diacritics: νεότομος Capitals: ΝΕΟΤΟΜΟΣ
Transliteration A: neótomos Transliteration B: neotomos Transliteration C: neotomos Beta Code: neo/tomos

English (LSJ)

ον, A fresh-cut, ὄνυχος ἄλοκι νεοτόμῳ A.Ch.25 (lyr.); ν. πλήγματα newly inflicted, S. Ant.1283. II freshly cut off, ἕλιξ E.Ba.1170 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 245] = νεότμητος; ὄνυχος ἄλοκι νεοτόμῳ, Aesch. Ch. 25; νεοτόμοισι πλήγμασι, Soph. Ant. 1268; Eur. Bacch. 1169 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 fraîchement coupé ou entaillé;
2 qui vient d'être asséné.
Étymologie: νέος, τέμνω.

Russian (Dvoretsky)

νεότομος:
1 недавно прорезанный, (о ране) только что нанесенный, свежий (ἄλοξ Aesch.; πλήγματα Soph.);
2 недавно срезанный (ἕλιξ Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

νεότομος: -ον, ὁ νεωστὶ κοπεὶς ἢ ἀνοιχθεὶς διὰ τοῦ ἀρότρου, ὄνυχος ἄλοκι νεοτόμῳ Αἰσχύλ. Χο. 25· νεοτόμοισι πλήγμασιν, νεωστὶ κατενεχθεῖσι, Σοφ. Ἀντ. 1283. ΙΙ. ὁ πρὸ μικροῦ ἀποκοπείς, ἕλξις Εὐρ. Βάκχ. 1171.

Greek Monolingual

νεότομος, -ον (Α)
1. (για τη γη) αυτός που ανοίχθηκε πρόσφατα με τη βοήθεια αρότρου
2. (για χτύπημα) αυτό που καταφέρθηκε πρόσφατα
3. αυτός που κόπηκε πριν από λίγο, φρεσκοκομμένος («φέρομεν ἐξ ὄρεος ἕλικα νεότομον», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -τομος (< τέμνω), πρβλ. ολιγό-τομος].

Greek Monotonic

νεότομος: -ον (τέμνω
I. φρεσκοκομμένος ή φρεσκοργωμένος, σε Αισχύλ.· νεότομα πλήγματα, πλήγματα που καταφέρθηκαν πρόσφατα, σε Σοφ.
II. αυτός που μόλις κόπηκε· ἕλιξ, σε Ευρ.

Middle Liddell

νεό-τομος, ον, τέμνω
I. fresh cut or ploughed, Aesch.; ν. πλήγματα newly inflicted, Soph.
II. fresh cut off, fresh cut, ἕλιξ Eur.

English (Woodhouse)

newly inflicted, of blows

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)