ἀριστοπόνος: Difference between revisions

From LSJ

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀριστοπόνος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[отлично работающий]], [[искусный]] (χεῖρες Pind.);<br /><b class="num">2)</b> [[искусно составленный]] (ὑμέναιοι Anth.).
|elrutext='''ἀριστοπόνος:'''<br /><b class="num">1</b> [[отлично работающий]], [[искусный]] (χεῖρες Pind.);<br /><b class="num">2</b> [[искусно составленный]] (ὑμέναιοι Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 17:45, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀριστοπόνος Medium diacritics: ἀριστοπόνος Low diacritics: αριστοπόνος Capitals: ΑΡΙΣΤΟΠΟΝΟΣ
Transliteration A: aristopónos Transliteration B: aristoponos Transliteration C: aristoponos Beta Code: a)ristopo/nos

English (LSJ)

ον, A working excellently, χεῖρες Pi.O.7.51; μέλισσα Ps.-Phoc.171; ὑμέναιοι AP9.466: pl., ἀριστοπονῆες, as if from -πονεύς, Man.4.512. Adv.-νως App.Anth.3.182. II excellently wrought, μέλαθρον Nonn.D.44.79.

German (Pape)

[Seite 353] am besten arbeitend, χείρ Pind. Ol. 7, 51; μέλισσα Phocyl. bei Schol. Nic. Al. 448; Ep. ad. (IX, 466) ὑμέναιοι, etwas dunkel.

Russian (Dvoretsky)

ἀριστοπόνος:
1 отлично работающий, искусный (χεῖρες Pind.);
2 искусно составленный (ὑμέναιοι Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀριστοπόνος: -ον, ἐξόχως ἐργαζόμενος, χεῖρες Πινδ. Ο. 7. 94· μέλισσα Ψευδο-Φωκυλ. 159· ὁ Μανέθων ἔχει πληθ. ἀριστοπονῆες, ὡς εἰ ἐσχηματίσθη ἐξ ὀνομαστ. ἀριστοπονεύς, 4. 512. ― Ἐπίρρ. -νως Κραμήρου Παρισ. Ἀνέκδ. τ. 4, σ. 281.

Greek Monolingual

ἀριστοπόνος, -ον (Α)
αυτός που εργάζεται άριστα ή που γίνεται, με έξοχο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + -πόνος < πένομαι «εργάζομαι για να εξοικονομήσω τα αναγκαία, έχω ανάγκη, είμαι πτωχός»].