ἀνεπιχείρητος: Difference between revisions
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀνεπιχείρητος:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ἀνεπιχείρητος:'''<br /><b class="num">1</b> [[неприступный]], [[неодолимый]] (τινι Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[не предпринятый]], [[не начатый]] ([[ἄρρητος]] καὶ ἀ. Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 17:45, 25 November 2022
English (LSJ)
ον, A unassailable, Plu.Caes.25; = ἀνεπιβούλευτος, Hsch. 2 unattempted, Plu.2.1075d.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no ha sido intentado τῶν ἀτοπωτάτων οὐδέν ninguna de las cosas más insólitas Plu.2.1075d
•inalterado, intacto φυλαχθῆναι τὰ ἐψηφισμένα ... ἀνεπιχείρητα IGR 4.661.17 (Acmonia I d.C.)
•no expuesto a ataques Hsch.
2 imposible ἐδόκουν ἀνεπιχείρητα Καίσαρι τὰ τῶν ἀφισταμένων ποιεῖν (estas cosas) parecían hacer imposible a César oponerse a los planes de los rebeldes Plu.Caes.25.
German (Pape)
[Seite 225] nicht anzugreifen, nicht zu überwältigen, Plut. Cleom. 3; adv. Stoic. 31.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non entrepris;
2 inattaquable.
Étymologie: ἀ, ἐπιχειρέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεπιχείρητος:
1 неприступный, неодолимый (τινι Plut.);
2 не предпринятый, не начатый (ἄρρητος καὶ ἀ. Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπιχείρητος: -ον, ἀπρόσβλητος, ἀπροσμάχητος, Πλουτ. Κλεομ. 3. 2) ὁ μὴ ἐπιχειρηθείς, ὁ αὐτ. 2. 1075Δ. - «ἀνεπιχείρητοι, ἀνεπιβούλευτοι» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἀνεπιχείρητος, -ον (AM)
μσν.
εκείνος τον οποίο δεν μπορεί να επιχειρήσει κάποιος, ακατόρθωτος
αρχ.
1. εκείνος που δεν έχει επιχειρηθεί
2. απρόσβλητος, ακαταμάχητος.