χαλκότορος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt beneTrotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht

Menander, Monostichoi, 163
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chalkotoros
|Transliteration C=chalkotoros
|Beta Code=xalko/toros
|Beta Code=xalko/toros
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of piercing]], [[sharp bronze]], ξίφη <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>4.147</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[caused by piercing with bronze]], ὠτειλαί <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>5.329</span> (expld. by χαλκο-τρύπητοι Sch.).</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> of [[piercing]], [[sharp]] [[bronze]], ξίφη <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>4.147</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[caused by piercing with bronze]], ὠτειλαί <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>5.329</span> (expld. by χαλκο-τρύπητοι Sch.).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 19:06, 28 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκότορος Medium diacritics: χαλκότορος Low diacritics: χαλκότορος Capitals: ΧΑΛΚΟΤΟΡΟΣ
Transliteration A: chalkótoros Transliteration B: chalkotoros Transliteration C: chalkotoros Beta Code: xalko/toros

English (LSJ)

ον, A of piercing, sharp bronze, ξίφη Pi.P.4.147. 2 caused by piercing with bronze, ὠτειλαί Opp.H.5.329 (expld. by χαλκο-τρύπητοι Sch.).

German (Pape)

[Seite 1332] aus Erz od. Kupfer gearbeitet, ξίφος Pind. P. 4, 147. – Durch Erz gebohrt, geschlagen, ὠτειλαί Opp. Cyn. 5, 329.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 fabriqué en airain;
2 fait par une arme d'airain en parl. d'une blessure.
Étymologie: χαλκός, τείρω.

Russian (Dvoretsky)

χαλκότορος: приготовленный из меди (ξίφος Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

χαλκότορος: -ον, εἰργασμένος ἐκ χαλκοῦ, ἢ ὁ τῷ χαλκῷ τιτρώσκων, χαλκοτόροις ξίφεσιν, «τοῖς τῷ χαλκῷ τιτρώσκουσιν» (Σχόλ.), Πινδ. ΙΙ. 4. 261. 2) ὁ προξενηθεὶς ἐκ διατρήσεως διὰ χαλκοῦ, ἤτοι διὰ χαλκίνου ὅπλου, ὠτειλαὶ Ὀππ. Ἁλ. 5. 329, ἔνθα ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει χαλκοτρύπητοι, πρβλ. χαλκοτύπος.

English (Slater)

χαλκότορος worked in bronze “χαλκοτόροις ξίφεσιν” (v.l. χαλκοτέροισι) (P. 4.147)

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.)
1. χαλκοτόρευτος («χαλκοτόροις ξίφεσιν», Πίνδ.)
2. αυτός που έχει προκληθεί από διάτρηση με χάλκινο αντικείμενο, ιδίως με χάλκινο όπλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -τορος (< θ. τορ- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. τείρω «διατρυπώ»), πρβλ. διά-τορος].

Greek Monotonic

χαλκότορος: -ον (τείρω), αυτός που είναι κατεργασμένος από χαλκό, σε Πίνδ.

Middle Liddell

χαλκό-τορος, ον, τείρω
wrought of brass, Pind.