ὀμματόω: Difference between revisions

From LSJ

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> donner des yeux à, acc.;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> rendre clairvoyant;<br /><b>2</b> éclaircir.<br />'''Étymologie:''' [[ὄμμα]].
|btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> donner des yeux à, acc.;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> [[rendre clairvoyant]];<br /><b>2</b> éclaircir.<br />'''Étymologie:''' [[ὄμμα]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 19:06, 28 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀμμᾰτόω Medium diacritics: ὀμματόω Low diacritics: ομματόω Capitals: ΟΜΜΑΤΟΩ
Transliteration A: ommatóō Transliteration B: ommatoō Transliteration C: ommatoo Beta Code: o)mmato/w

English (LSJ)

A furnish with eyes, [ἀγάλματα] D.S.4.76 :—Pass., τὸ σῶμα πρόσω ὠμμάτωται Plu.Fr.inc.91.
2 give sight to, τὰ ὄμματα Zos. Alch.p.117 B.
II metaph., ὠμμάτωσα γὰρ σαφέστερον [τὸν λόγον] = made it more clear to the mind's eye, A.Supp.467 :—Pass., φρὴν ὠμματωμένη = a mind quick of sight, Id.Ch.854.

German (Pape)

[Seite 332] mit Augen versehen, D. Sic. 4, 76 u. a. Sp.; übertr., aufhellen, erklären, ὠμμάτωσα γὰρ σαφέστερον, Aesch. Suppl. 462, οὔτοι φρένα κλέψειαν ὠμματωμένην, Ch. 841.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
I. donner des yeux à, acc.;
II. fig. 1 rendre clairvoyant;
2 éclaircir.
Étymologie: ὄμμα.

Russian (Dvoretsky)

ὀμμᾰτόω:
1 снабжать глазами Diod.;
2 разъяснять (sc. τὸν λόγον Aesch.);
3 прояснять: φρὴν ὠμματωμένη Aesch. ясный разум.

Greek (Liddell-Scott)

ὀμμᾰτόω: βάλλω εἴς τι ὄμματα, π.χ. εἰς ἄγαλμα, πρῶτος ὀμματώσας (δηλ. ὁ Δαίδαλος τὰ ἀγάλματα) Διόδ. 4. 76. - Παθ., τὸ σῶμα πρόσω ὠμμάτωται Πλούτ. παρὰ Στοβ. σ. 40. 3. ΙΙ. μεταφορ., ὠμμάτωσα γὰρ σαφέστερον εἰς τοὺς τῆς διανοίας ὀφθαλμούς, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 467. - Παθ., φρὴν ὠμματωμένη, διάνοια εὐφυής, προβλεπτική, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 854.

Greek Monotonic

ὀμμᾰτόω: μέλ. -ώσω, βάζω σε κάτι μάτια, π.χ. σε αγάλματα — Παθ., φρὴνὠμματωμένη, νόηση προικισμένη με μάτια, με ενορατικές δηλαδή ικανότητες, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ὀμμᾰτόω, fut. -ώσω ὄμμα
to furnish with eyes:—Pass., φρὴν ὠμματωμένη a mind furnished with eyes, quick of sight, Aesch.