ροθέω: Difference between revisions

From LSJ

Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.

Source
(CSV import)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
 
Line 1: Line 1:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=-ῶ (=κάνω θόρυβο). Ἀπό τό [[ρόθος]] (=[[πάταγος]]) πού εἶναι λέξη ἠχοποιημένη ἀπό τό θόρυβο τῶν κυμάτων. Παράγωγα ἀπό τό [[ρόθος]]: ροθιάζω (=[[κωπηλατῶ]]), ρόθιος (=[[ὁρμητικός]]), τά ρόθια (=κύματα), ροθιάς (=[[αὐτή]] πού κάνει πάταγο).
|mantxt=-ῶ (=κάνω θόρυβο). Ἀπό τό [[ρόθος]] (=[[πάταγος]]) πού εἶναι λέξη ἠχοποιημένη ἀπό τό θόρυβο τῶν κυμάτων. Παράγωγα ἀπό τό [[ρόθος]]: ροθιάζω (=[[κωπηλατῶ]]), ρόθιος (=[[ὁρμητικός]]), τά ρόθια (=[[κύματα]]), ροθιάς (=[[αὐτή]] πού κάνει πάταγο).
}}
}}

Latest revision as of 12:20, 29 November 2022

Mantoulidis Etymological

-ῶ (=κάνω θόρυβο). Ἀπό τό ρόθος (=πάταγος) πού εἶναι λέξη ἠχοποιημένη ἀπό τό θόρυβο τῶν κυμάτων. Παράγωγα ἀπό τό ρόθος: ροθιάζω (=κωπηλατῶ), ρόθιος (=ὁρμητικός), τά ρόθια (=κύματα), ροθιάς (=αὐτή πού κάνει πάταγο).