ἀνέφικτος: Difference between revisions
Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt
(CSV import) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), " to "$1$2, ") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=ἄφταστος, [[ἀπρόσιτος]]). Ἀπό τό α στερητ. + ἐφικνοῦμαι. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] ἱκνοῦμαι. | |mantxt=(=[[ἄφταστος]], [[ἀπρόσιτος]]). Ἀπό τό α στερητ. + ἐφικνοῦμαι. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] ἱκνοῦμαι. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:46, 29 November 2022
English (LSJ)
ον, out of reach, unattainable, Ph.1.228,al., Phld.Rh. 1.27S., Plu.2.54d, Luc.Herm.67, Jul.Or.2.82d.
Spanish (DGE)
-ον
I 1inalcanzable ἀνεφίκτου πράγματος ἐρᾷ Ph.1.228, οὐρανός LXX 3Ma.2.15, δύναμις Plu.2.54d, ἀνέφικτοι τοῖς εἰσακοντίζειν πειρωμένοις I.AI 17.260, φύσις Iul.Or.3.82d, cf. Luc.Herm.67, Pr.Im.23
•subst. τό, τά: ὁ ἄφρων νοῦς ἀνεφίκτων ἐρῶν Ph.1.59, cf. Phld.Rh.2.17, Aenesidamus Gnossius en Phot.Bibl.170b.11, Aristeas 223.
2 gram. inadmisible gramaticalmente, agramatical ἄλλου δὲ ῥήματος ἐπιφερομένου ἀ. ἡ πρόσθεσις τοῦ ἄρθρου A.D.Synt.76.2, cf. 43.15, 66.11, 275.9.
II adv. -ως de modo incomprensible del Padre τὸν μὲν πατέρα ... γεγεννηκέναι ἀνεφίκτως Symb.Ant.345 en Ath.Al.Syn.26.3.
German (Pape)
[Seite 227] unerreichbar, unmöglich, Luc. Hermot. 67; Plut.; Schol. Il. 11, 799.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
inaccessible, inabordable.
Étymologie: ἀ, ἐφικνέομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀνέφικτος: неприступный, недосягаемый (ὕψος Plut.; ἀδύνατος καὶ ἀ. ἀνθρώπῳ Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέφικτος: -ον, ὁ μὴ ἐφικτός, Πλούτ. 2. 54D, Λουκ. Ἑρμότ. 67, πρβλ. τοῦ αὐτ. Ἀλκ. 3.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀνέφικτος, -ον)
1. ακατόρθωτος, ανεπίτευκτος, απραγματοποίητος
αρχ.
απλησίαστος με τη σκέψη, ακατανόητος.
Mantoulidis Etymological
(=ἄφταστος, ἀπρόσιτος). Ἀπό τό α στερητ. + ἐφικνοῦμαι. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἱκνοῦμαι.