συμβατήριος: Difference between revisions
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=συμβατήριος -ον [συμβαίνω] tot een overeenkomst leidend, verzoenend. | |elnltext=συμβατήριος -ον [συμβαίνω] [[tot een overeenkomst leidend]], [[verzoenend]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:42, 29 November 2022
English (LSJ)
ον, = συμβατικός (tending to agreement, leading to agreement, disposed to agreement, towards an agreement, disposed for agreement, convenient, inclined to agreement), λόγοι Th. 5.76, DH. 2.45, al. ; σπονδαί Ph. 1.390, al.
German (Pape)
[Seite 978] = Folgdm, λόγοι, Thuc. 5, 76.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
conciliant.
Étymologie: συμβαίνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμβατήριος -ον [συμβαίνω] tot een overeenkomst leidend, verzoenend.
Russian (Dvoretsky)
συμβᾰτήριος: примирительный, направленный к соглашению (λόγοι Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
συμβᾰτήριος: -ον, = τῷ ἑπομ., λόγοι Θουκ. 5. 76, Διον. Ἁλ. 2. 45, κ. ἀλλ.· σπονδαὶ Φίλων 1. 392, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
-ον, Α
συμβιβαστικός («λόγους... ξυμβατηρίους», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμβαίνω + επίθημα -τήριος (πρβλ. δρασ-τήριος)].
Greek Monotonic
συμβᾰτήριος: -ον, = το επόμ., σε Θουκ.