συμμετίσχω: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+), ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2, $3$4 ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=συμμετίσχω, Att. ook ξυμμετίσχω [συμμετέχω] deelgenoot zijn van, met gen.
|elnltext=συμμετίσχω, Att. ook ξυμμετίσχω [συμμετέχω] [[deelgenoot zijn van]], [[met gen]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:42, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμετίσχω Medium diacritics: συμμετίσχω Low diacritics: συμμετίσχω Capitals: ΣΥΜΜΕΤΙΣΧΩ
Transliteration A: symmetíschō Transliteration B: symmetischō Transliteration C: symmetischo Beta Code: summeti/sxw

English (LSJ)

= συμμετέχω, τῆς αἰτίας S.Ant.537.

German (Pape)

[Seite 981] = συμμετέχω; καὶ ξυμμετίσχω καὶ φέρω τῆς αἰτίας, Soph. Ant. 533.

French (Bailly abrégé)

c. συμμετέχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμμετίσχω, Att. ook ξυμμετίσχω [συμμετέχω] deelgenoot zijn van, met gen.

Russian (Dvoretsky)

συμμετίσχω: Soph. = συμμετέχω.

Greek Monolingual

Α
(ποιητ. τ.) βλ. συμμετέχω.

Greek Monotonic

συμμετίσχω: = συμμετέχω, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

συμμετίσχω: συμμετέχω, τῆς αἰτίας Σοφ. Ἀντ. 537.

Middle Liddell

= συμμετέχω, Soph.]