ἄζωστος: Difference between revisions
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=[[ἄζωστος]] -ον [ἀ-, [[ζώννυμι]] zonder gordel, zonder ceintuur. | |elnltext=[[ἄζωστος]] -ον [ἀ-, [[ζώννυμι]] [[zonder gordel]], [[zonder ceintuur]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:42, 29 November 2022
English (LSJ)
ον, (ζώννυμι) ungirt, from haste, Hes.Op.345, Call.Fr. 225; not girded, Pl.Lg.954a; unarmed, SIG527.140 (Dreros, iii B. C.), Hsch.
Spanish (DGE)
-ον
I de pers.
1 que no se ha ceñido el cinturón, a medio vestir γεῖτονες ἄ. ἔκιον ref. a los vecinos que acuden prestos a ayudar a alguien, Hes.Op.345, αἱ Λακεδαιμόνιαι κόραι διημερεύουσιν ἄ. καὶ ἀχίτωνες ἱματίδιον ἔχουσαι πεπορπημένον ἐφ' ἐκατέρου τῶν ὤμων Sch.E.Hec.934, cf. Call.Fr.620a, de un escita, Luc.Scyth.3, ἔν τε τοῖς χιτῶσιν ἄζωστοι ἐσκεδάννυτο D.C.74.1.2.
2 desarmado, que no se ha revestido con la indumentaria guerrera, de los jóvenes cretenses mientras forman parte de la ἀγέλα ICr.1.9.1.140 (Drero III/II a.C.), ἄ.· ἀθώραξ, ἄνοπλος, ἄστολος Hsch. (cf. πανάζωστος).
II de vestidos desceñido γυμνὸς ἢ χιτωνίσκον ἔχων ἄ. Pl.Lg.954a, χιτῶνες D.C.63.13.3.
German (Pape)
[Seite 44] ungegürtet, Hes. O. 343; Plat. Legg. XII, 954 a; Plut. oft, nach VLL. auch ἄζωτος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont la ceinture est dénouée.
Étymologie: ἀ, ζώννυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἄζωστος -ον [ἀ-, ζώννυμι zonder gordel, zonder ceintuur.
Russian (Dvoretsky)
ἄζωστος: неподпоясанный Hes., Plat.
Greek (Liddell-Scott)
ἄζωστος: -ον, (ζώννυμι) ὁ μὴ ἐζωσμένος ἕνεκα σπουδῆς, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 343, καθόλου μὴ ἐζωσμένος, Πλάτ. Νόμ. 954Α.
Greek Monotonic
ἄζωστος: -ον (ζώννυμι), αυτός που δεν έχει ζωστεί λόγω βιασύνης, σε Ησίοδ.