δασύστερνος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=δασύστερνος -ον [δασύς, στέρνον] met harige borst.
|elnltext=δασύστερνος -ον [δασύς, στέρνον] [[met harige borst]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:46, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾰσύστερνος Medium diacritics: δασύστερνος Low diacritics: δασύστερνος Capitals: ΔΑΣΥΣΤΕΡΝΟΣ
Transliteration A: dasýsternos Transliteration B: dasysternos Transliteration C: dasysternos Beta Code: dasu/sternos

English (LSJ)

ον, shaggy-breasted, Hes.Op.514; of Nessus, S. Tr.557; ὑμέναιοι, of a Satyr, Nonn.D.28.90.

Spanish (DGE)

(δᾰσύστερνος) -ον
de pecho peludo o velludo de fieras, Hes.Op.514, Νέσσος S.Tr.557, cf. Nonn.D.17.200, de leones, Nonn.D.2.45, 14.361, de una tribu india, Nonn.D.26.91, δεχνυμένη Σατύροιο δασυστέρνους ὑμεναίους aceptando unas bodas con un sátiro de velludo pecho Nonn.D.28.90, Πάν Nonn.D.42.197.

German (Pape)

[Seite 524] mit rauher, behaarter Brust, θῆρες Hes. O. 512; Νέσσος Soph. Tr. 557; sp. D., wie Nonn. D. 44, 918 λέαινα.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la poitrine velue.
Étymologie: δασύς, στέρνον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δασύστερνος -ον [δασύς, στέρνον] met harige borst.

Russian (Dvoretsky)

δᾰσύστερνος: с косматой грудью (θῆρες Hes.; Νέσσος Soph.).

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δασύστερνος, -ον)
όποιος έχει στέρνο δασύ, τριχωτό
νεοελλ.
1. δασύστερνα, τα
ζώα με πυκνές τρίχες στο στέρνο
2. το αρσ. ως ουσ. δασύστερνος
γένος κολεόπτερων εντόμων.

Greek Monotonic

δασύστερνος: -ον (στέρνον), αυτός που έχει δασύτριχο στήθος, σε Ησίοδ.

Greek (Liddell-Scott)

δασύστερνος: -ον, ὁ ἔχων δασύ, μαλλιαρὸν τὸ στῆθος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 512· ἐπὶ τοῦ Κενταύρου Νέσσου, Σοφ. Τρ. 557· ― οὕτω δασύστηθος, ον, Πρόκλ. Πτολ. 3. 14.

Middle Liddell

στέρνον
shaggy-breasted, Hes.

English (Woodhouse)

with shaggy breast

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)