κακόκνημος: Difference between revisions
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κακόκνημος -ον, Dor. κακόκναμος [κακός, κνήμη] met spillebenen. | |elnltext=κακόκνημος -ον, Dor. κακόκναμος [κακός, κνήμη] [[met spillebenen]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:46, 29 November 2022
English (LSJ)
Dor. κᾰκό-κνᾱμος, ον, (κνήμη) weak-legged, thin-legged, Theoc.4.63, Call.Fr.472.
German (Pape)
[Seite 1300] mit schlechten Waden; Callim. in B. A. 1188; Schol. Ar. Av. 1569; in der Form κακόκναμος, vom Pan, Theocr. 4, 63.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux vilaines jambes.
Étymologie: κακός, κνήμη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακόκνημος -ον, Dor. κακόκναμος [κακός, κνήμη] met spillebenen.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκόκνημος: дор. κακόκνᾱμος 2 с некрасивыми икрами, тонконогий (Πάν Theocr.).
Greek Monolingual
κακόκνημος, δωρ. τ. κακόκναμος, -ον (Α)
αυτός που έχει αδύνατες, ισχνές κνήμες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + κνήμη.
Greek Monotonic
κᾰκόκνημος: Δωρ. -κνᾱμος, -ον (κνήμη), αυτός που έχει αδύναμες κνήμες, που έχει λεπτές κνήμες, σε Θεόκρ.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκόκνημος: Δωρ. -κνᾱμος, ον, (κνήμη) ἔχων ἀσθενεῖς, λεπτὰς κνήμας, Θεόκρ. 2. 63, Καλλ. ἐν Α. Β. 1188, Ἡσύχ.