κοιλόπεδος: Difference between revisions

From LSJ

Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen

Menander, Monostichoi, 57
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κοιλόπεδος -ον [κοῖλος, πέδον] diep gelegen.
|elnltext=κοιλόπεδος -ον [κοῖλος, πέδον] [[diep gelegen]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:48, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοιλόπεδος Medium diacritics: κοιλόπεδος Low diacritics: κοιλόπεδος Capitals: ΚΟΙΛΟΠΕΔΟΣ
Transliteration A: koilópedos Transliteration B: koilopedos Transliteration C: koilopedos Beta Code: koilo/pedos

English (LSJ)

ον, lying in a hollow, νάπος Pi.P.5.39.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
situé au fond d'un vallon.
Étymologie: κοῖλος, πέδον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοιλόπεδος -ον [κοῖλος, πέδον] diep gelegen.

Russian (Dvoretsky)

κοιλόπεδος: расположенный в глубине, глубоко лежащий (νάπη Pind.).

English (Slater)

κοιλόπεδος lying in a hollow Κρισαῖον λόφον ἄμειψεν ἐν κοιλόπεδον νάπος θεοῦ (P. 5.38)

Greek Monolingual

κοιλόπεδος, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται σε κοίλη πεδιάδα, σε κοιλάδα βαθουλή («κοιλόπεδον νάπος» — βαθουλή και χαμηλή κοιλάδα, Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + -πεδος (< πέδον), πρβλ. φοινικόπεδος, χαλκόπεδος].

Greek Monotonic

κοιλόπεδος: -ον (πέδον), αυτός που κείται σε κοίλο πεδίο, σε Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

κοιλόπεδος: -ον, ἐν κοίλῳ πεδίῳ κείμενος, κοιλόπεδον νάπος θεοῦ Πινδ. Π. 5. 50.

Middle Liddell

κοιλό-πεδος, ον πέδον
lying in a hollow, Pind.