κρακτικός: Difference between revisions
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
m (pape replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κρακτικός -ή -όν [κράζω] schreeuwerig. | |elnltext=κρακτικός -ή -όν [κράζω] [[schreeuwerig]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:48, 29 November 2022
English (LSJ)
ή, όν, (κράζω) noisy, Luc. Gall.4, Sch.Ar.V.34, cj. in Tz. ad Hes. Op.744: Sup. -ώτατος Luc.Symp.12.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
criard;
Sp. κρακτικώτατος.
Étymologie: κράζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρακτικός -ή -όν [κράζω] schreeuwerig.
Russian (Dvoretsky)
κρακτικός: крикливый, голосистый (κρακτικώτατος κυνικῶν - v.l. κυνῶν - ἁπάντων Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
κρακτικός: -ή, -όν, (κράζω) θορυβώδης, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 34, Τζέτζ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 747· ὑπερθ. -ώτατος, Λουκ. Συμπ. 12.
Greek Monolingual
κρακτικός, -ή, -όν (Α) κράκτης
θορυβώδης («λάλος εἶ καὶ κρακτικός», Λουκιαν.).
German (Pape)
zum Schreien geneigt, gern und viel schreiend; Schol. Ar. Vesp. 34 und andere Spätere; κρακτικώτατος κυνικῶν ἁπάντων, der größte Schreier unter den Zynikern, Luc. Conv. 12.