πεντηκοντακέφαλος: Difference between revisions

From LSJ

ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals

Source
m (Text replacement - " f.l." to " f.l.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πεντηκοντακέφαλος -ον [πεντήκοντα, κεφαλή] vijftigkoppig.
|elnltext=πεντηκοντακέφαλος -ον [πεντήκοντα, κεφαλή] [[vijftigkoppig]].
}}
}}

Revision as of 13:50, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντηκοντακέφᾰλος Medium diacritics: πεντηκοντακέφαλος Low diacritics: πεντηκοντακέφαλος Capitals: ΠΕΝΤΗΚΟΝΤΑΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: pentēkontaképhalos Transliteration B: pentēkontakephalos Transliteration C: pentikontakefalos Beta Code: penthkontake/falos

English (LSJ)

ον, = πεντηκοντακάρηνος (fifty-headed), Simon. 203, f.l. in Pi. Fr. 93 (ἑκατοντακάρανον cj. Herm.) ; cited from Hes. (v. πεντηκοντακάρηνος) by Sch. S. Tr. 1098.

German (Pape)

[Seite 558] = Vorigem, v.l. Hes. Th. 312.

Greek (Liddell-Scott)

πεντηκοντᾰκέφᾰλος: -ον, = τῷ προηγ., Σιμωνίδ. 207 παρὰ Πινδ. Ἀποσπ. 93, ὁ Ἕρμανν. διορθοῖ ἑκατοντακάρανον.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
πεντηκοντακάρηνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. δικέφαλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεντηκοντακέφαλος -ον [πεντήκοντα, κεφαλή] vijftigkoppig.