καλλίπωλος: Difference between revisions

From LSJ

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=καλλίπωλος -ον [καλός, πῶλος] [[met mooie veulens]].
|elnltext=καλλίπωλος -ον [[[καλός]], [[πῶλος]]] [[met mooie veulens]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:57, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλῐπωλος Medium diacritics: καλλίπωλος Low diacritics: καλλίπωλος Capitals: ΚΑΛΛΙΠΩΛΟΣ
Transliteration A: kallípōlos Transliteration B: kallipōlos Transliteration C: kallipolos Beta Code: kalli/pwlos

English (LSJ)

ον, with beautiful steeds, Pi.O.14.1.

German (Pape)

[Seite 1310] mit schönen Rossen, ἕδρα Pind. Ol. 14, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux beaux poulains.
Étymologie: καλός, πῶλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλίπωλος -ον [καλός, πῶλος] met mooie veulens.

Russian (Dvoretsky)

καλλίπωλος: славящийся красивыми жеребцами (ἕδρα, sc. Ὀρχομενός Pind.).

English (Slater)

καλλῐπωλος, -ον with fine horses ναίετε καλλίπωλον ἕδραν, Χάριτες Orchomenos (O. 14.2)

Greek Monolingual

καλλίπωλος, -ον (Α)
αυτός που έχει ωραίους ίππους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -πωλος (< πῶλος «πουλάρι»), πρβλ. κλυτό-πωλος, ταχύ-πωλος].

Greek Monotonic

καλλίπωλος: -ον, αυτός που έχει όμορφα άλογα ιππασίας, σε Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

καλλίπωλος: -ον, ἔχων ὡραίους πώλους, Πίνδ. Ο. 14. 2.

Middle Liddell

καλλί-πωλος, ον
with beautiful steeds, Pind.