παλίρροπος: Difference between revisions

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
m (Text replacement - "\] (\w+), (\w+)(:\.)" to "] $1, $2:.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=παλίρροπος -ον [πάλιν, ῥέπω] [[wankel]], [[krom]]:. γόνυ knie Eur. El. 492.
|elnltext=παλίρροπος -ον [[[πάλιν]], [[ῥέπω]]] [[wankel]], [[krom]]:. γόνυ knie Eur. El. 492.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:59, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλίρροπος Medium diacritics: παλίρροπος Low diacritics: παλίρροπος Capitals: ΠΑΛΙΡΡΟΠΟΣ
Transliteration A: palírropos Transliteration B: palirropos Transliteration C: palirropos Beta Code: pali/rropos

English (LSJ)

ον, toltering, bent, π. γόνυ (of an old man) ib.492.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se recourbe.
Étymologie: πάλιν, ῥέπω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλίρροπος -ον [πάλιν, ῥέπω] wankel, krom:. γόνυ knie Eur. El. 492.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλίρροπος: согнутый, склоненный (γόνυ Eur.).

Greek Monolingual

παλίρροπος, -ον (Α)
αυτός που κλίνει ή κάμπτεται προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -ροπος (< ῥοπή < ῥέπω)].

Greek Monotonic

πᾰλίρροπος: -ον (ῥέπω), αυτός που ρέπει προς τα πίσω, παλίρροπον γόνυ, γόνατο που λυγίζει από το βάρος του σώματος, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίρροπος: -ον, πάλιν ῥέπων, κεκαμμένος, παλίρροπον γόνυ, κάμπτον ἐκ τοῦ βάρους τοῦ σώματος, κλονούμενον, Εὐρ. Ἠλ. 492.

Middle Liddell

πᾰλίρ-ροπος, ον, ῥέπω
inclining backwards, π. γόνυ backward-sinking knee, Eur.

German (Pape)

sich zurückwendend, gekrümmt, γόνυ, Eur. El. 492.