πολεμοποιός: Difference between revisions

From LSJ

Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws

Sophocles, Antigone, 175-7
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πολεμοποιός -όν [πόλεμος, ποιέω] oorlogszuchtig:. ἔστι δὲ καὶ πολεμοποιὸς ὁ τύραννος de tiran voert ook een oorlogspolitiek Aristot. Pol. 1313b28.
|elnltext=πολεμοποιός -όν [[[πόλεμος]], [[ποιέω]]] oorlogszuchtig:. ἔστι δὲ καὶ πολεμοποιὸς ὁ τύραννος de tiran voert ook een oorlogspolitiek Aristot. Pol. 1313b28.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 14:00, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολεμοποιός Medium diacritics: πολεμοποιός Low diacritics: πολεμοποιός Capitals: ΠΟΛΕΜΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: polemopoiós Transliteration B: polemopoios Transliteration C: polemopoios Beta Code: polemopoio/s

English (LSJ)

όν, making war, bellicose, π. ὁ τύραννος Arist.Pol.1313b28, cf. Plu.2.321f, Jul. ad Ath. 281b, etc.; π. ἵπποι Them.Or.24.307b; διαβολή ib.22.277c.

German (Pape)

[Seite 654] Krieg, Feindseligkeiten erregend, auch verfeindend, zu Feinden machend; Arist. pol. 5, 11, Plut. Popl. 21 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui excite une guerre, auteur d'une guerre.
Étymologie: πόλεμος, ποιέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολεμοποιός -όν [πόλεμος, ποιέω] oorlogszuchtig:. ἔστι δὲ καὶ πολεμοποιὸς ὁ τύραννος de tiran voert ook een oorlogspolitiek Aristot. Pol. 1313b28.

Russian (Dvoretsky)

πολεμοποιός: возбуждающий войну, разжигающий вражду (τύραννος Arst.; στάσις Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

πολεμοποιός: -όν, ὁ ποιῶν, κινῶν πόλεμον, ὁ γινόμενος αἴτιος πολέμου, ἔστι δὲ πολεμοποιὸς ὁ Τύραννος Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11, 10, πρβλ. Πλούτ. 2. 311F, κτλ.

Greek Monolingual

-όν, Α
1. αυτός που υποκινεί πόλεμο, αίτιος πολέμου («ἔστι δὲ καὶ πολεμοποιὸς ὁ τύραννος», Αριστοτ.)
2. αυτός που διεγείρει έριδες («πολεμοποιὸς διαβολή», Θεμίστ.)
3. πολεμικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + -ποιος].

Greek Monotonic

πολεμοποιός: -όν (ποιέω), αυτός που ξεσηκώνει τον πόλεμο, σε Αριστ.

Middle Liddell

πολεμο-ποιός, όν [ποίεω]
engaging in war, Arist.