καλλίφωνος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure

Sophocles, Antigone, 67-68
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
m (Text replacement - "(\]\]\]) ([a-zA-Z' ]+)(:\. )" to "$1 $2$3")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=καλλίφωνος -ον [[[καλός]], [[φωνή]]] met fraaie stem:. ὑποκριτής toneelspeler met fraaie stem Plat. Lg. 817c.
|elnltext=καλλίφωνος -ον [[[καλός]], [[φωνή]]] [[met fraaie stem]]:. ὑποκριτής toneelspeler met fraaie stem Plat. Lg. 817c.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 15:33, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλῐφωνος Medium diacritics: καλλίφωνος Low diacritics: καλλίφωνος Capitals: ΚΑΛΛΙΦΩΝΟΣ
Transliteration A: kallíphōnos Transliteration B: kalliphōnos Transliteration C: kallifonos Beta Code: kalli/fwnos

English (LSJ)

ὁ, ἡ, with a fine voice, ὑποκριταί Pl.Lg.817c; expl. of Καλλιόπη, Corn. ND14.

German (Pape)

[Seite 1311] schönstimmig, mit schöner Sprache, ὑποκριτής Plat. Legg. VII, 817 c.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a une belle voix, un son agréable;
Sp. καλλιφωνότατος.
Étymologie: καλός, φωνή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλίφωνος -ον [καλός, φωνή] met fraaie stem:. ὑποκριτής toneelspeler met fraaie stem Plat. Lg. 817c.

Russian (Dvoretsky)

καλλίφωνος:
1 сладкогласный (ὑποκριταί Plat.);
2 сведущий в законах благозвучия (λογιώτατος καὶ καλλιφωνότατος Plut.).

Greek Monolingual

-η, -ο (AM καλλίφωνος, -ον)
αυτός που έχει καλή, γλυκιά φωνή («καλλιφώνους ὑποκριτὰς εἰσαγαγομένους», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. βαθύφωνος, οξύφωνος].

Greek Monotonic

καλλίφωνος: ὁ, ἡ (φωνή), αυτός που έχει όμορφη και μελωδική φωνή, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

καλλίφωνος: ὁ, ἡ, ἔχων καλὴν φωνήν, ὑποκριταὶ Πλάτ. Νόμ. 817C.

Middle Liddell

καλλί-φωνος, ὁ, ἡ, φωνή
with a fine voice, Plat.

English (Woodhouse)

having a fine voice

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)