συνελίσσω: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> rouler ensemble, enrouler, pelotonner ; <i>Moy.</i> συνελίσσομαι s'enrouler dans, s'empêtrer dans;<br /><b>2</b> dérouler.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἑλίσσω]].
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> rouler ensemble, enrouler, pelotonner ; <i>Moy.</i> συνελίσσομαι s'enrouler dans, s'empêtrer dans;<br /><b>2</b> [[dérouler]].<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἑλίσσω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 10:38, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνελίσσω Medium diacritics: συνελίσσω Low diacritics: συνελίσσω Capitals: ΣΥΝΕΛΙΣΣΩ
Transliteration A: synelíssō Transliteration B: synelissō Transliteration C: synelisso Beta Code: suneli/ssw

English (LSJ)

Ion. συνειλ- (as also in E.Ion 1164 codd.), Att. συνελίττω, aor. imper. A συνειλιξάτω IG22.204.31:—roll together, roll up, εἴριον Hp.Art.9, cf. Thphr.HP4.7.5:—Pass., σὺν δ' ἑλίσσεται τμητοῖς ἱμᾶσι S.El.746; of certain insects, roll themselves up into a ball, Arist.PA 682b22; of the chamaeleon's tail, Id.HA503a20. 2 roll up with, συνήλιξα τὴν ἐπιστολὴν Ἀπολλωτᾶτος τῇ Ἑρμοφίλου PGiss.25.7 (ii A.D.); συνήλλιξα τῇ ἐπιστολῇ δεῖγμα POxy.113.5 (ii A.D.). 3 intr., coil itself up, of a serpent, σπείραις σ. dub. l. in E. l.c.

German (Pape)

[Seite 1014] att. -ττω, zusammenwickeln, verbinden, Arist. H. A. 2, 11 u. Folgde. S. συνειλ.

French (Bailly abrégé)

1 tr. rouler ensemble, enrouler, pelotonner ; Moy. συνελίσσομαι s'enrouler dans, s'empêtrer dans;
2 dérouler.
Étymologie: σύν, ἑλίσσω.

Russian (Dvoretsky)

συνελίσσω: атт. συνελίττω, ион. συνειλίσσω
1 свивать, скручивать: συνελίσσεσθαί τινι Soph. запутаться в чем-л.; ἡ κέρκος συνελιττομένη Arst. завитой хвост;
2 свиваться, извиваться (σπείραις Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

συνελίσσω: Ἰων. συνειλ- (ὡς καὶ ἐν Εὐρ. Ἴωνι 1164), Ἀττ. -ττω· -περιτυλίσσω ὁμοῦ, τυλίσσω, εἴριον Ἱππ. π. Ἄρθρ. 785. ― Παθ., σὺν δ’ ἑλίσσεται τμητοῖς ἱμᾶσι Σοφ. Ἠλ. 746· ἐπί τινων ἐντόμων, ἅτινα συνελίσσουσιν ἑαυτὰ εἰς σχῆμα σφαίρας ὅταν τὰ ἐγγίσῃ τις, Ἀριστ. περὶ Ζ. Μορ. 4, 6, 6, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 11, 2. 3) ἀμεταβ., συσπειρῶμαι, ἐπὶ ὄφεως, σπείραις σ. Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.

Spanish

envolver juntamente con

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και ιων. τ. συνειλίσσω, και αττ. τ. συνελίττω Α
τυλίγω γύρω γύρω, περιτυλίγω («συνελίσσειν εἴριον», Ιπποκρ.)
αρχ.
φρ. «σπείραις συνελίσσω» — κουλουριάζομαι (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐλίσσω «περιστρέφω, περιτυλίσσω»].

Greek Monotonic

συνελίσσω: Ιων. συν-ειλ-, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω,
1. τυλίγω μαζί — Παθ., εμπλέκομαι σε κάτι, με δοτ., σε Σοφ.
2. αμτβ., κουλουριάζομαι, συσπειρώνομαι, λέγεται για φίδι, σε Ευρ.

Middle Liddell

ionic συν-ειλ attic -ττω fut. ξω
1. to roll together:—Pass. to involve oneself in a thing, c. dat., Soph.
2. intr. to coil itself up, of a serpent, Eur.

Léxico de magia

envolver juntamente con algo ἀποκειράμενος ἐκ τῆς κεφαλῆς σου τρίχα, συνέλιξον τῷ χάρτῃ corta un cabello de tu cabeza y envuélvelo juntamente con el rollo de papiro P V 387