Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πήλινος: Difference between revisions

From LSJ

Θεοὶ μέγιστοι τοῖς φρονοῦσιν οἱ γονεῖς → Numen parentes maximum prudentibus → Die rößten Götter sind die Eltern dem, der klug

Menander, Monostichoi, 238
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 .<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=η, ον :<br /><b>1</b> de boue <i>ou</i> d'argile;<br /><b>2</b> fait en torchis.<br />'''Étymologie:''' [[πηλός]].
|btext=η, ον :<br /><b>1</b> de boue <i>ou</i> d'argile;<br /><b>2</b> [[fait en torchis]].<br />'''Étymologie:''' [[πηλός]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 10:48, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πήλῐνος Medium diacritics: πήλινος Low diacritics: πήλινος Capitals: ΠΗΛΙΝΟΣ
Transliteration A: pḗlinos Transliteration B: pēlinos Transliteration C: pilinos Beta Code: ph/linos

English (LSJ)

η, ον, also ος, ον D.Chr.31.152: (πηλός):—of clay, ἀνδριὰς π. Arist.Metaph.1035a32; οἱ π. clay figures, D.4.26; τοῖχοι π. Plu. Dem.11; π. εἰκόνες D.Chr. l. c.; π. βωμός Com.Adesp.341; π. ὀξύ pointed nest of clay, built by the mason-bee, Arist.HA555a14; π. ἔργα PPetr.3p.143 (iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 610] von Thon, Lehm gemacht, thönern, lehmern; Dem. 4, 26; ἔργα, Luc. Prom. 1.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
1 de boue ou d'argile;
2 fait en torchis.
Étymologie: πηλός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πήλινος -η -ον [πηλός] van klei.

Russian (Dvoretsky)

πήλῐνος: II ὁ глиняная фигура Dem.
глиняный (ἀνδριάς Arst.; ἔργα Luc.; στεγάσματα Plut.).

Greek Monolingual

-η, -ο / πήλινος, -ίνη, -ον και δωρ. τ. πάλινος, ΝΜΑ πηλός
κατασκευασμένος από πηλό (α. «πήλινα αγγεία» β. «τας πηλίνας λεκάνας», Παπαδ.
γ. «τὰ πήλινα καὶ κεράμεα στεγάσματα», Πλούτ.)
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. οἱ πήλινοι
οι πήλινοι ανδριάντες
2. φρ. «πήλινον ὀξύ» — φωλιά από λάσπη που καταλήγει σε κωνική στέγη, φτιαγμένη από αγριομέλισσες ή άλλα έντομα.

Greek Monotonic

πήλινος: -η, -ον (πηλός), αυτός που είναι φτιαγμένος από πηλό, Λατ. fictilis, οἱ πήλινοι, οι πήλινες κατασκευές, σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

πήλῐνος: -η, -ον, καὶ παρὰ Δίωνι Χρυσ. 1. 646 ος, ον (πηλός)· ― ὁ ἐκ πηλοῦ, Λατ. fictilis, Ἰσοκρ. Ἐπιστ. 10· ἀνδριὰς π. Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 10, 10· οἱ πήλινοι, ἐκ πηλοῦ εἰκόνες, ἀγάλματα, Δημ. 47. 15· π. ὀξύ, εἰς ὀξὺ ἀπολήγουσα πηλίνη θήκη, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 24.

Middle Liddell

πήλινος, η, ον πηλός
of clay, Lat. fictilis, οἱ πήλινοι clay figures, Dem.

English (Woodhouse)

fashioned from clay

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)