κωλυτήριος: Difference between revisions
τὸ μὴ γενέσθαι κρεῖσσον ἢ φῦναι βροτοῖς → not existing is better for mortals than being born, not to be born is better than life for mortals
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kolytirios | |Transliteration C=kolytirios | ||
|Beta Code=kwluth/rios | |Beta Code=kwluth/rios | ||
|Definition=α, ον, [[preventive]], <b class="b3">σημεῖα κ. τινός</b> [[of]]... <span class="bibl">D.H.11.62</span>; <b class="b3">θῦσαι τὰ κωλυτήρια</b> (sc. [[ἱερά]]) <span class="bibl">Iamb.<span class="title">VP</span>28.141</span>, <span class="bibl">Apollon. <span class="title">Mir.</span>4</span>: as [[substantive]] κωλυτήριον, τό, παρατριμμάτων Dsc.1.103. | |Definition=α, ον, [[preventive]], <b class="b3">σημεῖα κ. τινός</b> [[of]]... <span class="bibl">D.H.11.62</span>; <b class="b3">θῦσαι τὰ κωλυτήρια</b> (''[[sc.]]'' [[ἱερά]]) <span class="bibl">Iamb.<span class="title">VP</span>28.141</span>, <span class="bibl">Apollon. <span class="title">Mir.</span>4</span>: as [[substantive]] κωλυτήριον, τό, παρατριμμάτων Dsc.1.103. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:28, 30 November 2022
English (LSJ)
α, ον, preventive, σημεῖα κ. τινός of... D.H.11.62; θῦσαι τὰ κωλυτήρια (sc. ἱερά) Iamb.VP28.141, Apollon. Mir.4: as substantive κωλυτήριον, τό, παρατριμμάτων Dsc.1.103.
German (Pape)
[Seite 1543] verhindernd, σημεῖα κωλυτήρια τοῦ πράττειν D. Hal. 11, 62; τὰ κωλυτήρια, Opfer, um Etwas abzuwenden, Iambl.
Greek (Liddell-Scott)
κωλῡτήριος: -α, -ον, ἐμποδίζων, τινος, ἀπό τινος, Διον. Ἀλ. 11. 62· ― θῦσαι τὰ κωλυτήρια Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 141, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α κωλυτήριος, -ία -ον) κωλυτήρ
αυτός που εμποδίζει κάποιον ή κάτι
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το κωλυτήριο(ν)
χοντρό σχοινί με το οποίο δενόταν σφιχτά το πυροβόλο στη βάση του για να αποφευχθεί ο ανατροχασμός του κατά την εκπυρσοκρότηση
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ κωλυτήριον
το εμπόδιο.