ἰαμβικός: Difference between revisions
Καλὸν τὸ θνῄσκειν, οἷς ὕβριν τὸ ζῆν φέρει → Quis foeda vita restat, his pulchrum est mori → Wem das Leben Schmach bringt, dem ist Sterben schön
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=iamvikos | |Transliteration C=iamvikos | ||
|Beta Code=i)ambiko/s | |Beta Code=i)ambiko/s | ||
|Definition=ή, όν, of [[invective]], ἰδέα <span class="bibl">Arist.<span class="title">Po.</span> 1449b8</span>; in [[metric]], [[iambic]], <span class="bibl">D.H.<span class="title">Comp.</span>18</span>, <span class="bibl">Heph.5</span>, etc.: ἡ [[ἰαμβική]] (sc. [[ὄρχησις]]) <span class="bibl">Ath.15.629d</span>. Adv. [[ἰαμβικῶς]] <span class="bibl">Phld.<span class="title">Po.</span>2.29</span>. | |Definition=ή, όν, of [[invective]], ἰδέα <span class="bibl">Arist.<span class="title">Po.</span> 1449b8</span>; in [[metric]], [[iambic]], <span class="bibl">D.H.<span class="title">Comp.</span>18</span>, <span class="bibl">Heph.5</span>, etc.: ἡ [[ἰαμβική]] (''[[sc.]]'' [[ὄρχησις]]) <span class="bibl">Ath.15.629d</span>. Adv. [[ἰαμβικῶς]] <span class="bibl">Phld.<span class="title">Po.</span>2.29</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἰαμβικός:''' [[ямбический]] (sc. [[μέτρον]] Arst.): ἡ ἰαμβικὴ [[ἰδέα]] Arst. ямбическая форма стиха. | |elrutext='''ἰαμβικός:''' [[ямбический]] (''[[sc.]]'' [[μέτρον]] Arst.): ἡ ἰαμβικὴ [[ἰδέα]] Arst. ямбическая форма стиха. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 11:45, 30 November 2022
English (LSJ)
ή, όν, of invective, ἰδέα Arist.Po. 1449b8; in metric, iambic, D.H.Comp.18, Heph.5, etc.: ἡ ἰαμβική (sc. ὄρχησις) Ath.15.629d. Adv. ἰαμβικῶς Phld.Po.2.29.
German (Pape)
[Seite 1233] jambisch, z. B. πούς, D. Hal. C. V.; μέτρον, Gramm.; ἡ ἰαμβική, eine Art Tanz, Ath. XIV, 629 c.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
iambique.
Étymologie: ἴαμβος.
Russian (Dvoretsky)
ἰαμβικός: ямбический (sc. μέτρον Arst.): ἡ ἰαμβικὴ ἰδέα Arst. ямбическая форма стиха.
Greek (Liddell-Scott)
ἰαμβικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς ἰάμβους ἢ συνιστάμενος ἐξ ἰάμβων, Ἀριστ. Ποιητ. 5. 6, 24, 10, Διον. Ἁλ., κλ.· ἡ ἰαμβικὴ (δηλ. ὄρχησις) Ἀθήν. 629C.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἰαμβικός, -ή, -όν) ίαμβος
1. (για στίχους) αυτός που αποτελείται από ιάμβους
2. φρ. (ελλ. μουσ.) «ιαμβικό γένος» — ένα από τα ρυθμικά γένη της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής, από την αρχαιότητα ώς τις μέρες μας, το οποίο χαρακτηρίζεται από λόγο χρόνων άρσης προς θέση 1:2 ή 2:1
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε ίαμβο (< ἧρξεν ἀφέμενος τῆς ἰαμβικής ἰδέας», Αριστοτ.)
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἰαμβική
είδος ήρεμου, απλού και λιτού χορού
3. (αρχ. ελλ. μουσ.) το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰαμβικόν
το τρίτο μέρος του πυθικού νόμου κατά τον οποίο αναπαρίσταται η πάλη του Απόλλωνος με τον Πύθωνα και ο οποίος συνίστατο σε μίμηση τών σαλπισμάτων του αγώνα και του τριξίματος τών δοντιών του δράκοντα, του λεγόμενου οδοντισμού.
επίρρ...
ἰαμβικῶς (Α)
με ιαμβικό τρόπο.
Greek Monotonic
ἰαμβικός: -ή, -όν, ιαμβικός, σε Αριστ.
Middle Liddell
ἰαμβικός, ή, όν
iambic, Arist.