εὐτειχής: Difference between revisions

From LSJ

Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst

Menander, Monostichoi, 286
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐτειχής:''' -ές, = το προηγ., σε Πίνδ., Ευρ.· [[αλλά]] στην Ομήρ. Ιλ., αιτ., <i>εὐτείχεα</i>, όχι <i>εὐτειχέα</i>.
|lsmtext='''εὐτειχής:''' -ές, = το προηγ., σε Πίνδ., Ευρ.· [[αλλά]] στην Ομήρ. Ιλ., αιτ., <i>εὐτείχεα</i>, όχι <i>εὐτειχέα</i>.
}}
{{pape
|ptext=ές, <i>mit [[guten]] [[Mauern]] [[versehen]], [[stark]] [[ummauert]], wohl [[befestigt]]</i>, [[δόμος]] Pind. <i>N</i>. 7.46, πύλαι <i>I</i>. 5.72, [[πρόθυρον]] <i>Ol</i>. 6.1.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 27: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[εὐτειχής]], ές =eu)tei/xeos, Pind., Eur.] [in Il. the acc. is εὐτείχεα, not εὐτειχέα.]
|mdlsjtxt=[[εὐτειχής]], ές =eu)tei/xeos, Pind., Eur.] [in Il. the acc. is εὐτείχεα, not εὐτειχέα.]
}}
{{pape
|ptext=ές, <i>mit [[guten]] [[Mauern]] [[versehen]], [[stark]] [[ummauert]], wohl [[befestigt]]</i>, [[δόμος]] Pind. <i>N</i>. 7.46, πύλαι <i>I</i>. 5.72, [[πρόθυρον]] <i>Ol</i>. 6.1.
}}
}}

Revision as of 12:31, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐτειχής Medium diacritics: εὐτειχής Low diacritics: ευτειχής Capitals: ΕΥΤΕΙΧΗΣ
Transliteration A: euteichḗs Transliteration B: euteichēs Transliteration C: efteichis Beta Code: eu)teixh/s

English (LSJ)

ές, Pi.O.6.1, N.7.46, E.Andr.1009 (lyr.); prop. oxytone, cf. Hdn. Gr.2.37,687; but acc. εὐτείχεα (Id.2.99) Il.16.57.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
aux bonnes ou solides murailles, bien fortifié.
Étymologie: εὖ, τεῖχος.

English (Slater)

εὐτειχής with well-built walls εὐτειχεῖ προθύρῳ (O. 6.1) θεοῦ παρ' εὐτειχέα δόμον (N. 7.46) παρ' εὐτειχέσιν Κάδμου πύλαις (I. 6.75)

Greek Monolingual

εὐτειχής, -ές και ἐϋτειχής, -ές (Α)
εὐτείχεος (τὸν ἐν Ἰλίῳ εὐτειχῆ πάγον», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τειχής (< τείχος), πρβλ. αμφιτειχής, επτατειχής].

Greek Monotonic

εὐτειχής: -ές, = το προηγ., σε Πίνδ., Ευρ.· αλλά στην Ομήρ. Ιλ., αιτ., εὐτείχεα, όχι εὐτειχέα.

German (Pape)

ές, mit guten Mauern versehen, stark ummauert, wohl befestigt, δόμος Pind. N. 7.46, πύλαι I. 5.72, πρόθυρον Ol. 6.1.

Russian (Dvoretsky)

εὐτειχής: Pind., Eur. = εὐτείχεος.

Middle Liddell

εὐτειχής, ές =eu)tei/xeos, Pind., Eur.] [in Il. the acc. is εὐτείχεα, not εὐτειχέα.]