κυκνόπτερος: Difference between revisions

From LSJ

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 15: Line 15:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κυκνόπτερος -ον [[[κύκνος]], [[πτερόν]]] [[met zwanenveren]].
|elnltext=κυκνόπτερος -ον [[[κύκνος]], [[πτερόν]]] [[met zwanenveren]].
}}
{{pape
|ptext=<i>mit Schwanenflügeln</i>, Eur. <i>Or</i>. 1388.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 30: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κυκνό-πτερος, ον [[πτερόν]]<br />[[swan]]-plumed, Eur.
|mdlsjtxt=κυκνό-πτερος, ον [[πτερόν]]<br />[[swan]]-plumed, Eur.
}}
{{pape
|ptext=<i>mit Schwanenflügeln</i>, Eur. <i>Or</i>. 1388.
}}
}}

Revision as of 12:32, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυκνόπτερος Medium diacritics: κυκνόπτερος Low diacritics: κυκνόπτερος Capitals: ΚΥΚΝΟΠΤΕΡΟΣ
Transliteration A: kyknópteros Transliteration B: kyknopteros Transliteration C: kyknopteros Beta Code: kukno/pteros

English (LSJ)

ον, swan-plumed, of Helen in reference to Leda and the swan, E.Or.1386 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux ailes de cygne.
Étymologie: κύκνος, πτερόν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυκνόπτερος -ον [κύκνος, πτερόν] met zwanenveren.

German (Pape)

mit Schwanenflügeln, Eur. Or. 1388.

Russian (Dvoretsky)

κυκνόπτερος: с лебедиными крыльями Eur.

Greek Monolingual

κυκνόπτερος, -ον (Α)
(επίθ. της Ελένης, επειδή γεννήθηκε από τη Λήδα και τον Δία, μεταμορφωμένο σε κύκνο) αυτή που έχει φτερά κύκνου («ὀρνιθόγονον ὄμμα κυκνόπτερον», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκνος + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. λεπιδό-πτερος, ορθό-πτερος].

Greek Monotonic

κυκνόπτερος: -ον (πτερόν), με φτερά, πούπουλα κύκνου, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

κυκνόπτερος: -ον, μυθολογικὸν ἐπίθ. τῆς Ἑλένης, ὡς γεννηθείσης ἐκ τῆς Λήδας καὶ τοῦ κύκνου, ἡ ἔχουσα κύκνου πτερά, Εὐρ. Ὀρ. 1385.

Middle Liddell

κυκνό-πτερος, ον πτερόν
swan-plumed, Eur.