κραταίπους: Difference between revisions
τὸ γὰρ ὑπέγγυον δίκᾳ καὶ θεοῖσιν → liability to human and divine justice
m (pape replacement) |
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> αίποδος<br />aux pieds robustes <i>ou</i> fermes.<br />'''Étymologie:''' [[κραταιός]], [[πούς]]. | |btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> αίποδος<br />aux pieds robustes <i>ou</i> fermes.<br />'''Étymologie:''' [[κραταιός]], [[πούς]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ποδος, <i>[[starkfüßig]]</i>, ἡμίονοι, Hom. <i>ep</i>. 15.9. Vgl. [[καρταίπους]]. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=κρᾰταί-πους,<br />[[stout]]-footed, epic:— [[καρταίπους]] is used absol. for [[ταῦρος]] in Pind. | |mdlsjtxt=κρᾰταί-πους,<br />[[stout]]-footed, epic:— [[καρταίπους]] is used absol. for [[ταῦρος]] in Pind. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:33, 30 November 2022
English (LSJ)
ὁ, ἡ, -πουν, τό, gen. ποδος, stout-footed, ἡμίονοι Hom. Epigr.15.9; cf. καρταίπους.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν ; gén. αίποδος
aux pieds robustes ou fermes.
Étymologie: κραταιός, πούς.
German (Pape)
ποδος, starkfüßig, ἡμίονοι, Hom. ep. 15.9. Vgl. καρταίπους.
Russian (Dvoretsky)
κρᾰταίπους: 2, gen. ποδος крепконогий (ἡμίονοι Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
κρᾰταίπους: ὁ, ἡ, πουν, τό, ἔχων ἰσχυροὺς πόδας, ἡμίονοι Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 15. 9· ― καρταίπους κεῖται ἀπολ. ἀντὶ τοῦ ταῦρος ἐν Πινδ. Ο. 13. 114, ― πιθ. ἔκ τινος Χρησμοῦ· ἴδε Σχόλ. ἐν τόπῳ.
Greek Monolingual
κραταίπους, -ουν (Α)
αυτός που έχει δυνατά πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραται- (< κράτος) + πούς, ποδός (πρβλ. αρτίπους, ωκύπους)].
Greek Monotonic
κρᾰταίπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, αυτός που έχει δυνατά πόδια, σε Επικ.· το καρταίπους χρησιμ. απόλ. αντί ταῦρος, στον Πίνδ.
Middle Liddell
κρᾰταί-πους,
stout-footed, epic:— καρταίπους is used absol. for ταῦρος in Pind.