μετακύμιος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui sépare <i>ou</i> écarte les vagues.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[κῦμα]].
|btext=ος, ον :<br />qui sépare <i>ou</i> écarte les vagues.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[κῦμα]].
}}
{{pape
|ptext=[ῡ], <i>[[zwischen]] den [[Wellen]]</i>; [[μετακύμιος]] ἄτας, <i>[[zwischen]] die [[Wellen]] des Schicksals [[tretend]], sie [[abwendend]]</i>, Eur. <i>Alc</i>. 91; [[Numen]]. bei Euseb. hat auch μετακυμία.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 27: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μετα-κύμιος, ον [[κῦμα]]<br />[[between]] the waves, ἄτας μ. [[between]] two waves of [[misery]], i. e. [[bringing]] a [[short]] [[lull]] or [[pause]] from [[misery]], Eur.
|mdlsjtxt=μετα-κύμιος, ον [[κῦμα]]<br />[[between]] the waves, ἄτας μ. [[between]] two waves of [[misery]], i. e. [[bringing]] a [[short]] [[lull]] or [[pause]] from [[misery]], Eur.
}}
{{pape
|ptext=[ῡ], <i>[[zwischen]] den [[Wellen]]</i>; [[μετακύμιος]] ἄτας, <i>[[zwischen]] die [[Wellen]] des Schicksals [[tretend]], sie [[abwendend]]</i>, Eur. <i>Alc</i>. 91; [[Numen]]. bei Euseb. hat auch μετακυμία.
}}
}}

Revision as of 12:34, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετακύμιος Medium diacritics: μετακύμιος Low diacritics: μετακύμιος Capitals: ΜΕΤΑΚΥΜΙΟΣ
Transliteration A: metakýmios Transliteration B: metakymios Transliteration C: metakymios Beta Code: metaku/mios

English (LSJ)

[ῡ], ον, (κῦμα) between the waves, μ. ἄτας between two waves of misery, i. e. bringing a short lull or pause from misery, E. Alc.91 (lyr.); τὸ μ. space between the waves, Numen. ap. Eus.PE11.22 (pl.), cf. Hsch.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui sépare ou écarte les vagues.
Étymologie: μετά, κῦμα.

German (Pape)

[ῡ], zwischen den Wellen; μετακύμιος ἄτας, zwischen die Wellen des Schicksals tretend, sie abwendend, Eur. Alc. 91; Numen. bei Euseb. hat auch μετακυμία.

Russian (Dvoretsky)

μετακύμιος: (ῡ) находящийся между волнами: μ. ἄτας Eur. отражающий волны пагубы, защищающий от несчастий.

Greek (Liddell-Scott)

μετακύμιος: -ον, (κῦμα) ὁ μεταξὺ τῶν κυμάτων, εἰ γὰρ μετακύμιος ἄτας, ὦ Παιάν, φανείης, εἴθε, ὦ Παιάν, νὰ φανῇς σωτὴρ μεταξὺ δύο κυμάτων ἀθλιότητος, δηλ. νὰ ἐπενέγκῃς μικρὰν ἀνακούφισιν ἢ ἀνάπαυλαν τῶν δυστυχημάτων, Εὐρ. Ἄλκ. 91· - τὸ μετακύμιον, τὸ μεταξὺ τῶν κυμάτων διάστημα, Ἡσύχ.· ἡ μετακυμία Νουμήν. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπαρ. 543C.

Greek Monolingual

μετακύμιος, -ον (Α)
1. (κυριολ. και μτφ.) ο μεταξύ τών κυμάτων («εἰ γὰρ μετακύμιος ἄτας, ὦ Παιάν, φανείης» — μακάρι, ώ Παιάν, να φανείς σωτήρας μεταξύ δύο κυμάτων αθλιότητας, Ευρ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μετακύμιον
το μεταξύ τών κυμάτων διάστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + -κύμιος (< κῦμα)].

Greek Monotonic

μετακύμιος: -ον (κῦμα), ανάμεσα σε δύο σώματα, ἄτας μετακύμιος, ανάμεσα σε δύο κύματα από συμφορές, δηλ. αυτός που φέρνει μια μικρή ανάπαυλα ή παύση στη δυστυχία, σε Ευρ.

Middle Liddell

μετα-κύμιος, ον κῦμα
between the waves, ἄτας μ. between two waves of misery, i. e. bringing a short lull or pause from misery, Eur.