ἀκαμαντόπους: Difference between revisions
Οὔτοι ποθ᾽ οὑχθρός, οὐδ᾽ ὅταν θάνῃ, φίλος → One’s enemy does not become one’s friend when they die
m (pape replacement) |
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i>-ποδος<br />aux pieds infatigables.<br />'''Étymologie:''' [[ἀκάμας]], [[πούς]]. | |btext=ους, ουν ; <i>gén.</i>-ποδος<br />aux pieds infatigables.<br />'''Étymologie:''' [[ἀκάμας]], [[πούς]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>unermüdlichen Fußes</i>, Pind. ἵπποι <i>Ol</i>. 3.3; [[ἀπήνη]] 5.3; [[βροντή]] 4.1. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 33: | Line 36: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br />[[untiring]] of [[foot]], [[unwearied]], Pind. | |mdlsjtxt=<br />[[untiring]] of [[foot]], [[unwearied]], Pind. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 30 November 2022
English (LSJ)
ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, untiring of foot, ἵππος Id.O.3.3; βροντή, ἀπήνη, ib.4.1, 5.3.
Spanish (DGE)
(ἀκᾰμαντόπους) -πουν
• Morfología: [gen. -ποδος]
de pie infatigable ἵππος Pi.O.3.3
•fig. incansable βροντά Pi.O.4.1, ἀπήνη Pi.O.5.3.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν ; gén.-ποδος
aux pieds infatigables.
Étymologie: ἀκάμας, πούς.
German (Pape)
unermüdlichen Fußes, Pind. ἵπποι Ol. 3.3; ἀπήνη 5.3; βροντή 4.1.
Russian (Dvoretsky)
ἀκᾰμαντόπους: ποδος adj. с неутомимыми ногами, т. е. быстрый, стремительный (ἵπποι, ἀπήνη, βροντή Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκᾰμαντόπους: ὁ, ἡ, πουν, τό, γεν. -ποδος, ὁ ἀκάματος εἰς τοὺς πόδας, ἵππος, Πινδ. Ο. 3, 5· ὡσαύτ. ἀκ. βροντή, ἀπήνη, αὐτόθι 4, 2., 5, 6.
English (Slater)
ᾰκᾰμαντόπους with untiring feet ἀκαμαντοπόδων ἵππων (O. 3.3) met. ἐλατὴρ ὑπέρτατε βροντᾶς ἀκαμαντόποδος Ζεῦ (O. 4.1) ἀκαμαντόποδός τ' ἀπήνας δέκευ Ψαύμιός τε δῶρα (O. 5.3)
Greek Monolingual
ἀκαμαντόπους (-οδος), -ουν (Α)
αυτός που έχει ακάματα, ακούραστα πόδια, γοργοπόδαρος, γρήγορος, ταχύς
«ἀκαμαντόποδες ἵπποι» (Πινδ. Ολυμπ. 3, 3), «ἀκαμαντόπους ἀπήνη» (Πινδ. Ολυμπ. 5, 6).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκάμας -αντος + πούς.
Greek Monotonic
ἀκᾰμαντόπους: ὁ, ἡ, -πουν, το, ακάματος στα πόδια, μη εξαντλημένος, σε Πίνδ.