ὕποχος: Difference between revisions

From LSJ

τὴν οἴησιν ἔλεγε προκοπῆς ἐγκοπήν → he used to say, Opinion forming is the stoppage of progress

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />soumis à, dépendant de, dat. <i>ou</i> gén..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέχω]].
|btext=ος, ον :<br />soumis à, dépendant de, dat. <i>ou</i> gén..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέχω]].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[untertänig]], [[unterwürfig]]</i>, τινί, Xen. <i>An</i>. 2.5.7; auch τινός, Aesch. <i>Pers</i>. 24. – Auch wie [[ἔνοχος]], <i>eines Verbrechens [[schuldig]]</i>, τινός, z.B. ἐξωλείας, Dem. 57.53.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 24: Line 27:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὕπ-οχος, ον, [[ὑπέχω]]<br /><b class="num">1.</b> [[subject]], τινι Xen.; βασιλῆς βασιλέως ὕποχοι [[king]]'s subjects or officers, of the [[great]] [[king]], Aesch.<br /><b class="num">2.</b> = [[ἔνοχος]], [[liable]] to, τινος Dem.
|mdlsjtxt=ὕπ-οχος, ον, [[ὑπέχω]]<br /><b class="num">1.</b> [[subject]], τινι Xen.; βασιλῆς βασιλέως ὕποχοι [[king]]'s subjects or officers, of the [[great]] [[king]], Aesch.<br /><b class="num">2.</b> = [[ἔνοχος]], [[liable]] to, τινος Dem.
}}
{{pape
|ptext=<i>[[untertänig]], [[unterwürfig]]</i>, τινί, Xen. <i>An</i>. 2.5.7; auch τινός, Aesch. <i>Pers</i>. 24. – Auch wie [[ἔνοχος]], <i>eines Verbrechens [[schuldig]]</i>, τινός, z.B. ἐξωλείας, Dem. 57.53.
}}
}}

Revision as of 13:05, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὕποχος Medium diacritics: ὕποχος Low diacritics: ύποχος Capitals: ΥΠΟΧΟΣ
Transliteration A: hýpochos Transliteration B: hypochos Transliteration C: ypochos Beta Code: u(/poxos

English (LSJ)

ον, (ὑπέχω) A subject, under control, θεοῖς X.An.2.5.7; βασιλῆς βασιλέως ὕποχοι μεγάλου his subjects or officers, A.Pers.24 (anap.). 2 = ἔνοχος, liable to, ἐξωλείας D.57.53; ὕποχοι ἐόντω τοῦ ἐνκλήματος IG5(2).357.92 (Stymphalus); responsible for, διανοίας Ph. 1.429; πλημμελείας PLit.Lond.138 viii 31.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
soumis à, dépendant de, dat. ou gén..
Étymologie: ὑπέχω.

German (Pape)

untertänig, unterwürfig, τινί, Xen. An. 2.5.7; auch τινός, Aesch. Pers. 24. – Auch wie ἔνοχος, eines Verbrechens schuldig, τινός, z.B. ἐξωλείας, Dem. 57.53.

Russian (Dvoretsky)

ὕποχος:
1 подчиненный, подвластный (πάντα τοῖς θεοῖς ὕποχα Xen.): βασιλῆς (ион.) βασιλέως ὕποχοι μεγάλου Aesch. цари, подвластные великому (т. е. персидскому) царю;
2 повинный, виновный (τινος Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

ὕποχος: -ον, (ὑπέχω) ὁ ὑποκείμενος εἴς τινα, ὑπήκοος, ὕπαρχος, πάντα τοῖς θεοῖς ὕποχα Ξεν. Ἀν. 2. 5, 7· βασιλῆς βασιλέως ὕποχοι μεγάλου, «βασιλεῖς μὲν τῶν ἰδίων πόλεων, ὑποτεταγμένοι δὲ τῷ Πέρσῃ» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Πέρσ. 24. 2) = ἔνοχος, ἐξωλείας Δημ. 1315. 11· δίκῃ Φίλων 1. 429.

Greek Monotonic

ὕποχος: -ον (ὑπέχω),
1. υποτελής σε κάποιον, υπήκοος κάποιου, τινι, σε Ξεν.· βασιλῆς βασιλέως ὕποχοι, υποτελείς ή αξιωματούχοι του βασιλιά, βασιλιάδες υποταγμένοι στον μεγάλο βασιλιά, σε Αισχύλ.
2. = ἔνοχος, υποκείμενος σε, υπεύθυνος για, υπόχρεος σε, τινός, σε Δημ.

Middle Liddell

ὕπ-οχος, ον, ὑπέχω
1. subject, τινι Xen.; βασιλῆς βασιλέως ὕποχοι king's subjects or officers, of the great king, Aesch.
2. = ἔνοχος, liable to, τινος Dem.