διαγελάω: Difference between revisions
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (Text replacement - "Bacch" to "Bacch") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=([[γελάω]]), <i>[[verlachen]]</i>, τινά, Eur. <i> | |ptext=([[γελάω]]), <i>[[verlachen]]</i>, τινά, Eur. <i>Bacch</i>. 272; Xen. <i>An</i>. 2.6.26 und Sp., wie Luc. <i>Nigr</i>. 33. – Intr., <i>[[lächeln]], [[heiter]] sein</i>; übertragen, τὰ διαγελῶντα θαλάττης, die [[Stille]] des Meeres, Plut. <i>Caes</i>. 4; ὥρας διαγελώσης, ἡμέρας, Theophr. und Sp., <i>sich [[aufheitern]]</i>; vom [[ersten]] Dämmern des Tages, <i>B.A</i>. 54. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 11:30, 3 December 2022
English (LSJ)
A laugh at, mock, τινά E.Ba.272,322, X.An.2.6.26, J.AJ 16.7.6, Phld.Piet.110, Plu.2.1118c; τῶν ἰαμάτων τινὰ δ. ὡς ἀπίθανα ἐόντα IG4.951.35 (Epid.): abs., Luc.Pseudol.16. 2 intr., look bright, of the weather, Thphr.HP8.2.4, CP1.2.8; δ. ἡ ἡμέρα Procop.Aed.1.1; of water, Plu.2.950b, cf. Caes.4.
Spanish (DGE)
1 reírse de, burlarse de, ridiculizar ὃν σὺ διαγελᾷς E.Ba.272, 322, οὕτω Μένων ἠγάλλετο ... τῷ φίλους διαγελᾶν X.An.2.6.26, cf. Plb.15.22.4, ἀναθεωροῦντες τὴν κακίαν τῶν ποιημάτων, διεγέλων τὸν Διονύσιον D.S.14.109, cf. Luc.Nigr.33, διαγελᾷ καὶ φλαυρίζει τὸν Σωκράτην ζητοῦντα Plu.2.1118c, τῶν ἰαμάτων τινὰ διεγέλα ὡς ἀπίθανα καὶ ἀδύνα[τα ἐόν] τα IG 42.121.35 (Epidauro IV a.C.), τὰ διαδεδ[ο] μένα [ἱερ] ά Phld.Piet.729, αἱ γυναῖκες ἀνέφερον τῷ βασιλεῖ, διαγελῶσαι τὴν ἀσχημοσύνην I.AI 16.223, διεγέλα καὶ παιδιὰν ἐποιεῖτο τὴν σπουδὴν τοῦ δήμου Luc.Pseudol.16, c. ac. adverb. ἡδὺ διαγελῶν S.Fr.171.3.
2 intr. reír, exultar, fig., de elementos de la naturaleza estar resplandeciente, brillar διαγελώσης δὲ τῆς ὥρας Thphr.HP 8.2.4, cf. CP 1.12.8, ἡμέρας ἄρτι διαγελώσης Hld.1.1.1., cf. Procop.Aed.1.1.41, del agua περιλάμπεται καὶ διαγελᾷ Plu.2.950b, βυθοὶ ποταμῶν διαγελῶσιν Plu.2.952f, en una metáf. τῆς πολιτείας ὥσπερ θαλάττης τὰ διαγελῶντα el aire alegre de la política como el del mar Plu.Caes.4.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 rire de, se moquer de, acc.;
2 prendre un air riant.
Étymologie: διά, γελάω.
German (Pape)
(γελάω), verlachen, τινά, Eur. Bacch. 272; Xen. An. 2.6.26 und Sp., wie Luc. Nigr. 33. – Intr., lächeln, heiter sein; übertragen, τὰ διαγελῶντα θαλάττης, die Stille des Meeres, Plut. Caes. 4; ὥρας διαγελώσης, ἡμέρας, Theophr. und Sp., sich aufheitern; vom ersten Dämmern des Tages, B.A. 54.
Russian (Dvoretsky)
διαγελάω: (fut. διαγελάσομαι)
1 высмеивать, осмеивать (τινα Eur., Xen., Plut., Luc.);
2 досл. смеяться, улыбаться, перен. иметь смеющийся, ясный вид (βυθοὶ ποταμῶν, διαγελῶσιν Plut.): τὰ τῆς θαλάττης διαγελῶντα Plut. безмятежная ясность моря.
Greek (Liddell-Scott)
διαγελάω: μέλλ. -άσομαι [ᾰ], γελῶ διά τινα, περιπαίζω τινά, τινὰ Εὐρ. Βάκχ. 272, 322, Ξεν. Ἀν. 2. 6, 26, Πλούτ. 2. 1118C. 2) ἀμετάβ., μειδιῶ, εἶμαι φαιδρὸς, γαλήνιος, ἐπὶ τοῦ ἀέρος, Θεόφρ. Ἱ. Φ. 8. 2. 4· ἐπὶ τοῦ ὕδατος, Πλούτ. 2. 950A.
Greek Monotonic
διαγελάω: μέλ. -άσομαι [ᾰ], γελώ εις βάρος κάποιου, τινα, σε Ευρ., Ξεν.
Middle Liddell
fut. άσομαι
to laugh at, τινα Eur., Xen.