συνήκοος: Difference between revisions
ἡ κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2 <i>") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οος, οον;<br /><b>1</b> qui entend <i>ou</i> écoute avec, gén.;<br /><b>2</b> qui prête l'oreille à, qui obéit à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἀκούω]]. | |btext=οος, οον;<br /><b>1</b> [[qui entend]] <i>ou</i> écoute avec, gén.;<br /><b>2</b> qui prête l'oreille à, qui obéit à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἀκούω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 14:25, 6 December 2022
English (LSJ)
ον, (ἀκοή) hearing together, οἱ σ. τῶν λόγων Pl.Lg.711e; τῷ κορυφαίῳ σ. as able to hear as the first, Plu.2.678e.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
1 qui entend ou écoute avec, gén.;
2 qui prête l'oreille à, qui obéit à, τινι.
Étymologie: ἀκούω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνήκοος -οον [συνακούω] die ook hoort, die mede hoort, met gen. iets.
German (Pape)
mithörend; τῶν λόγων, Plat. Legg. IV.711e; τῷ κορυφαίῳ, im Stande den Chorführer mitzuhören, Plut. Symp. 5.5.1, und öfter.
Russian (Dvoretsky)
συνήκοος:
1 вместе слушающий или слышащий (τῶν λόγων Plat.);
2 вместе повинующийся (τινι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
συνήκοος: -ον, (ἀκοὴ) ὁ ὁμοῦ ἀκούων, οἱ συν. τῶν λόγων Πλάτ. Νόμ. 711Ε. τῷ κορυφαίῳ σ., ἱκανὸς νὰ ἀκούσῃ ὅσον καὶ ὁ κορυφαῖος, Πλούτ. 2. 678D. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 276.
Greek Monolingual
και συνάκοος, -ον, Α
1. αυτός που ακούει κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο
2. αυτός που μπορεί να ακούει ομοίως με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -ηκοος (< ἀκούω), πρβλ. κατ-ήκοος, ὑπ-ήκοος. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].