Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σηραγγώδης: Difference between revisions

From LSJ

Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht

Menander, Monostichoi, 380
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1  ;")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες:<br /><b>1</b> [[rempli de creux]];<br /><b>2</b> poreux ; τὸ σηραγγῶδες ÉL porosité.<br />'''Étymologie:''' [[σῆραγξ]].
|btext=ης, ες:<br /><b>1</b> [[rempli de creux]];<br /><b>2</b> [[poreux]] ; τὸ σηραγγῶδες ÉL porosité.<br />'''Étymologie:''' [[σῆραγξ]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 17:05, 7 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σηραγγώδης Medium diacritics: σηραγγώδης Low diacritics: σηραγγώδης Capitals: ΣΗΡΑΓΓΩΔΗΣ
Transliteration A: sērangṓdēs Transliteration B: sērangōdēs Transliteration C: siraggodis Beta Code: shraggw/dhs

English (LSJ)

ες, A full of holes or full of caverns, Ἴδη Paus.10.12.4, cf. D.C.48.51, Agath.2.15, Lyd.Ost.53. 2 porous, spongy, Hp.VC 1, al.; θηλαί Sor.1.88; νεῦρον Gal.10.968.

German (Pape)

[Seite 876] ες, höhlenartig, voll Höhlen, porös, löcherig, Sp., wie Plut. plac. phil. 3, 15.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
1 rempli de creux;
2 poreux ; τὸ σηραγγῶδες ÉL porosité.
Étymologie: σῆραγξ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σηραγγώδης -ες [σῆραγξ] poreus. Hp. VC 1.

Russian (Dvoretsky)

σηραγγώδης: покрытая расселинами или пещерами (γῆ Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

σηραγγώδης: -ες, (εἶδος) πλήρης ὀπῶν καὶ σπηλαίων, Ἴδη Παυσ. 10. 12, 4. 2) πορώδης, σπογγώδης, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 896, κ. ἀλλ.· πρβλ. Foës Oecon.

Greek Monolingual

-ες, / σηραγγώδης, -ῶδες, ΝΜΑ σῆραγξ, -αγγος]
(για όργανα του σώματος) αυτός που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη στο εσωτερικό του πολυπληθών κοιλοτήτων, πορώδης, σπογγώδης (α. «σηραγγώδες σώμα» β. «θηλαὶ σηραγγώδεις», Σωρ.
γ. «σηραγγῶδες νεῦρον», Γαλ.)
νεοελλ.
ανατ. φρ. α) «σηραγγώδεις κόλποι» — δύο φλεβώδεις κόλποι του κρανίου
β) «σηραγγώδη σώματα του πέους» — δύο στυτικά όργανα που σχηματίζουν το σώμα της κλειτορίδας
αρχ.
γεμάτος σπήλαια («λεπτή τε κατὰ τοῦτο καὶ σηραγγώδης ἐστίν ἡ Ἴδη», Παυσ.).